Έκκληση προς την ελληνική κυβέρνηση, τις τοπικές αρχές και τους πολίτες να αντιμετωπίσουν τους πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο ισότιμα με τους υπόλοιπους κατοίκους της χώρας, απηύθυνε ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Φιλίπ Λεκλέρκ.
Όπως επισήμανε σε σημερινή διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου, «είδαμε πόσο καλά αντέδρασε η ελληνική κυβέρνηση στην κρίση του κορονοϊού, πολύ καλύτερα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες» και ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση «να συνεχίσει να ενεργεί γρήγορα για να προσαρμόσει αυτή την απάντηση απέναντι στον κορονοϊό σε όλους τους κατοίκους της, όχι μόνο στους Έλληνες, όχι μόνο σε αυτούς που ζουν στη χώρα εδώ και πολύ καιρό». Επίσης συμπλήρωσε ότι «αυτό που περιμένουμε από την κυβέρνηση, τις τοπικές αρχές, την κοινωνία των πολιτών είναι να αντιμετωπίζουν τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες με τον ίδιο τρόπο, όπως αντιμετωπίζουν τον γείτονά τους. Είμαστε όλοι στο ίδιο καράβι. Ο ιός επηρεάζει ολόκληρο τον κόσμο και πρέπει να είμαστε ενωμένοι στην απάντησή μας».
Μια από τις προτεραιότητες της Ύπατης Αρμοστείας μαζί με ιατρικές ΜΚΟ κατά την κρίση του κορονοϊού ήταν, όπως αναφέρει, να ταυτοποιήσει τους ευάλωτους που διαμένουν στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης των νησιών για να τους θωρακίσει απέναντι στον ιό. Περίπου 2.800 άτομα καταγράφηκαν και κάποιοι από αυτούς έχουν μεταφερθεί από τα ΚΥΤ είτε εντός των νησιών είτε στην ενδοχώρα, σε κέντρα φιλοξενίας, ξενοδοχεία και διαμερίσματα. Ο κ. Λεκλέρκ καλωσόρισε τις μεταφορές των ευάλωτων από τα νησιά στην ενδοχώρα, καθώς σε συνδυασμό με τις πολύ χαμηλές ροές που σημειώνονται, μειώνεται ο υπερπληθυσμός στα ΚΥΤ των νησιών, ωστόσο ζήτησε την επιτάχυνση των μεταφορών αυτών.
Στο τέλος Απριλίου 2020 στα νησιά βρίσκονταν 38.300 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο. Από αυτούς το 49% είναι από το Αφγανιστάν, 19% από τη Συρία, 6% από τη Σομαλία, 6% από την Παλαιστίνη και 5% από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Το 22% αυτών είναι γυναίκες και το 33% παιδιά, από τα οποία πάνω από τα έξι στα δέκα είναι κάτω των 12 ετών. Επίσης, το 13% των παιδιών είναι ασυνόδευτα ή χωρισμένα από τους γονείς τους και αυτά κατάγονται κυρίως από το Αφγανιστάν. Η συντριπτική πλειονότητα των αιτούντων (87%) διαμένουν στα ΚΥΤ.
Σχετικά με την ευρύτερη αποσυμφόρηση των νησιών, ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα επισήμανε ότι πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα για την αύξηση της δυναμικής των δομών, των διαμερισμάτων και των ξενοδοχείων και σημείωσε ότι «η ελληνική κυβέρνηση δημιούργησε γρήγορα δύο κέντρα φιλοξενίας, στη Μαλακάσα και τις Σέρρες, αλλά πρέπει να γίνουν πολλά για τη βελτίωση της κατάστασης που περνούν οι άνθρωποι σε αυτά, που μοιάζει με κράτηση».
Στο τέλος Μαΐου θα πρέπει να αποχωρήσουν από το πρόγραμμα ESTIA, φιλοξενίας και παροχής μετρητών, οι πρόσφυγες που έχουν λάβει αναγνώριση περισσότερο από ένα μήνα πριν, απόφαση που μπορεί να επηρεάσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ύπατης Αρμοστείας (βάσει των σχετικών στοιχείων της Υπηρεσίας Ασύλου), μέχρι και 7.500 άτομα. Σχετικά με την απόφαση αυτή του υπουργείου Μετανάστευσης, ο Φιλίπ Λεκλέρκ εκτίμησε ότι «η διακοπή της παροχής οικονομικής υποστήριξης στους πρόσφυγες θα οδηγήσει κάποιους από αυτούς να μείνουν στο δρόμο» και ζήτησε να διασφαλιστεί «ότι η έξοδος από το πρόγραμμα θα καθυστερήσει για κάποιους, για να μην μείνουν ευάλωτοι πρόσφυγες στο δρόμο». Επίσης, τόνισε ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην ένταξή τους, καθώς τα περισσότερα σχετικά προγράμματα, όπως εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας ή ένταξής τους στις κοινωνικές παροχές «δεν υλοποιούνται για την πλειοψηφία των προσφύγων». Στην κατεύθυνση της ένταξης ανέφερε ως παράδειγμα την αγροτική οικονομία, σε ορισμένους τομείς της οποίας υπάρχει ανάγκη για εργατικό δυναμικό και «θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα αξιοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία».
Το 2020 έχουν κατατεθεί ήδη 18.255 αιτήματα ασύλου στην Ελλάδα, που είναι περισσότερα από ό,τι όλη τη χρονιά του 2015 (13.187). Η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα σε αιτήματα ασύλου μετά τη Γαλλία και τη Γερμανία. Σχετικά με το νομοσχέδιο για την επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου που συζητείται αυτές τις ημέρες στη Βουλή, ο κ. Λεκλέρκ τόνισε ότι είναι σημαντική η επιτάχυνση αυτή «αλλά όχι με το κόστος των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων που είναι απαραίτητες». Εξέφρασε δε την ανησυχία γιατί κάποιες από τις διατάξεις του νομοσχεδίου περιορίζουν τις εγγυήσεις αυτές και «οδηγούν στη μέγιστη δυνατή χρήση της κράτησης που επιτρέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία». Καθώς η κράτηση «καθίσταται υποχρεωτική για όλους όσοι λαμβάνουν αρνητικές αποφάσεις», ο κ. Λεκλέρκ υπογράμμισε την ανάγκη εναλλακτικών της κράτησης λύσεων, καθώς «δεν είναι δυνατόν να κρατούνται γυναίκες, παιδιά και άνδρες για τόσο καιρό, όταν δεν διέπραξαν έγκλημα».
Τέλος, για τους ασυνόδευτους ανήλικους επισήμανε ότι στις 3 Μαΐου 2020, 1.550 βρίσκονταν στα ΚΥΤ και 331 σε προστατευτική κράτηση. Ο ίδιος καλωσόρισε τη μετεγκατάσταση ασυνόδευτων σε άλλες χώρες και ζήτησε περισσότερη αλληλεγγύη από άλλες χώρες προς την Ελλάδα.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ- ΜΠΕ