του Philip Stevens (*)
Η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον έχει νέες προτάσεις για το εμπόριο με τη Βόρεια Ιρλανδία. Το μήνυμα προς την ΕΕ είναι σαφές. Ο βρετανός πρωθυπουργός δεν έχει καμιά διάθεση να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει με το ιρλανδικό πρωτόκολλο.
Πρόσφατα, ο Τζόνσον χαρακτήρισε τη συμφωνία που έχει συνάψει με τις Βρυξέλλες «λαμπρή». Τώρα την αποκηρύσσει. Με τον τρόπο αυτό δείχνει ότι η υπογραφή της Βρετανίας στις διεθνείς συνθήκες δεν έχει καμιά αξία.
Ο στόχος της συμφωνίας για το Brexit ήταν να διατηρηθούν τα ανοιχτά σύνορα ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και την Ιρλανδική Δημοκρατία που προβλέπονται από τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Το νόμιμο συμφέρον της ΕΕ ήταν να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς της και να μη γίνει η Βόρεια Ιρλανδία κέντρο παράνομου εμπορίου. Η επιμονή του Τζόνσον να εγκαταλείψει η Βρετανία την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση εμπόδισε την ύπαρξη μιας καθαρής λύσης.
Το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν μια συμφωνία για τον έλεγχο του εμπορίου μεταξύ Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας μέσω ντε φάκτο συνόρων στην Ιρλανδική Θάλασσα. Ο Τζόνσον συνειδητοποίησε τις συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας όταν την υπέγραψε, αλλά δεν τις ανέδειξε. Και τώρα που δέχεται πυρά από τους σκληρούς οπαδούς του Brexit, διακηρύσσει ότι θα την ακυρώσει.
Η στρατηγική του – αν αυτή είναι η σωστή λέξη για την απόφαση να υπαναχωρήσει από την τήρηση μιας διεθνούς συμφωνίας – είναι να μην κάνει τίποτα. Η κυβέρνηση απέρριψε πρόταση των Βρυξελλών να ευθυγραμμιστούν τα βρετανικά διατροφικά κριτήρια με εκείνα της ΕΕ ώστε να μη χρειάζεται να γίνονται ιδιαίτεροι έλεγχοι. Και τώρα θα αρνηθεί να κάνει τους μεθοριακούς ελέγχους που απαιτούνται.
Επιπλέον, η Βρετανία θέλει να καταργήσει τις διατάξεις που επιτρέπουν στην ΕΕ να εποπτεύει το εμπόριο στην Ιρλανδική Θάλασσα. Τις διατάξεις αυτές τις διαπραγματεύθηκε ο Λόρδος Ντέιβιντ Φροστ, ο σημερινός υπουργός του Brexit. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που χαρακτηρίζει σήμερα αυτές τις διατάξεις προσβολή για τη βρετανική κυριαρχία.
Το Λονδίνο θεωρεί ότι αν αποσυρθεί από τη συμφωνία θα αναγκάσει την ΕΕ να την επαναδιαπραγματευθεί. Αν όμως οι φόβοι των Ενωτικών της Βόρειας Ιρλανδίας ότι οι υπέρμετρες ευρωπαϊκές επεμβάσεις θα ενθαρρύνουν τον εθνικισμό είναι δικαιολογημένοι, ο Τζόνσον κλιμακώνει την ένταση για να ασκήσει πίεση στην ΕΕ. Αν επιμείνετε στην εφαρμογή του πρωτοκόλλου – λέει στις Βρυξέλλες – θέτετε σε κίνδυνο την ειρήνη. Με τον τρόπο αυτό, ο βρετανός πρωθυπουργός παίζει με τη φωτιά. Και θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις της χώρας του με τις ΗΠΑ, που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής.
Όμως ο Τζόνσον αδιαφορεί. Πρότυπό του είναι ο Τσόρτσιλ. Οταν ήταν υπουργός Εξωτερικών, στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και μιμούνταν τις κινήσεις του. Δεν τον απασχολεί λοιπόν τι λέει ο Μπάιντεν.
Όλα αυτά προκαλούν μια βαθιά θλίψη – όπως και η διαχείριση της πανδημίας από την Ντάουνινγκ Στριτ. Η κυβέρνηση έχει διατυπώσει μια πρόταση που ξέρει ότι η ΕΕ δεν θα δεχθεί. ΟΙ Βρυξέλλες διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να εμπιστευθούν το Λονδίνο. Ο κίνδυνος είναι ότι το τίμημα θα το πληρώσει η Βόρεια Ιρλανδία.
(*) O Φίλιπ Στίβενς είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)
Πηγή: ΑΠΕ