back to top
17.5 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

17.5 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Α. Μέρκελ σε Κ. Μητσοτάκη: Είχα επίγνωση για την υπερβολική επιβάρυνση των ανθρώπων στην Ελλάδα

Διαβάστε επίσης

Στο μέλλον της Ευρώπης, στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά και στις ευρωτουρκικές σχέσεις, αναφέρθηκαν στις κοινές δηλώσεις τους ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η απερχόμενη καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ.

«Η σημερινή Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίσατε την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι πλέον μία εστία κρίσης και ελλειμμάτων, αλλά ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που προχωρά στη δυναμική ανάπτυξη, στη μείωση της ανεργίας και στο σχεδιασμό ενός καλύτερου αύριο», τόνισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.

Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στα ζητήματα της οικονομίας με έμφαση στο Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά και στις ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις, στέλνοντας μηνύματα στην γειτονική χώρα, προειδοποιώντας όμως ταυτόχρονα και ότι «συχνά η δυτική ψυχραιμία ενθαρρύνει την τουρκική αυθαιρεσία».

Αφού επισήμανε τόσο τις «ασύμμετρες επιθέσεις, όπως στον Έβρο και στο Αιγαίο, με τις παράνομες ροές των μεταναστών από την Τουρκία», όσο και «τις ανοιχτές κρίσεις, όπως με την επιθετικότητα των γειτόνων το περασμένο καλοκαίρι», ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε πως «η ένταση δυστυχώς διαρκεί με στόχο, πιστεύω, πλέον την Ευρώπη και ολόκληρη την Δύση».

Με αφορμή μάλιστα τη σταθερή θέση της κ. Μέρκελ υπέρ του διαλόγου και της εκτόνωσης των εντάσεων, διαμήνυσε πως και ο ίδιος αγωνίζεται και θα συνεχίσει να αγωνίζεται για να κρατά πάντα ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, «φοβάμαι όμως ότι συχνά η Δυτική ψυχραιμία ενθαρρύνει την τουρκική αυθαιρεσία», ανέφερε και πρόσθεσε: «είναι καιρός οι ευρωπαϊκές αρχές να μετουσιωθούν σε ευρωπαϊκή πολιτική και πρακτική απέναντι σε όσους την προσβάλλουν, γιατί, όπως λέμε στην Ελλάδα «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους».

«Η Ελλάδα θέλει μόνο φίλους και το αποδεικνύει υπογράφοντας συμφωνίες συνεργασίας με όλα τα φιλειρηνικά κράτη της περιοχής. Επιθυμεί τις καλές σχέσεις, ασφαλώς και με τους γείτονες μας, πάντα με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Όμως δεν ανέχεται ούτε απειλές, ούτε αμφισβητήσεις των δικαιωμάτων της», πρόσθεσε.

Υπογράμμισε εξάλλου ότι η δική του πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για εποικοδομητικό διάλογο, όμως αυτός προϋποθέτει σε πρώτη φάση τη μείωση των αχρείαστων εντάσεων και συμπλήρωσε: «Δεν γίνεται η Τουρκία να στέλνει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών επιστολή με την οποία αμφισβητεί ουσιαστικά την κυριαρχία των ελληνικών νησιών επικαλούμενη μία τελείως στρεβλή ερμηνεία της Συνθήκης της Λωζάνης και εμείς να ισχυριζόμαστε ότι δεν έχει συμβεί τίποτα».

«Υπάρχει μία διαρκής τουρκική προκλητικότητα η οποία δυστυχώς σε αρκετά επίπεδα εντείνεται και θα έλεγα ότι εκδηλώνεται με ακόμα πιο έντονο τρόπο στην περίπτωση της Κύπρου», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι με την Καγκελάριο «προβληματιζόμαστε και οι δύο πολύ έντονα και συμφωνούμε επί της αρχής ότι δεν μπορούμε να κάνουμε καμία συζήτηση στη βάση της λογικής των δύο κρατών. Είναι κάτι το οποίο απορρίπτεται επί της αρχής. Και ενθαρρύνουμε όλοι μας την Τουρκία να αποδεχθεί το αυτονόητο, τον διορισμό δηλαδή ενός καινούριου διαμεσολαβητή από τα Ηνωμένα Έθνη, ώστε να κρατήσουμε ζωντανή τη διαδικασία του διαλόγου στο πλαίσιο των υφιστάμενων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών”, σημείωσε και πρόσθεσε: “Εγώ θα συνεχίσω να αγωνίζομαι για έναν διάλογο ειλικρινή και για σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού, όπως απαιτούν οι σχέσεις μεταξύ γειτόνων. Η Ελλάδα υπέγραψε με γειτονικές χώρες, όπως η Ιταλία, όπως η Αίγυπτος, συμφωνίες οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Δεν υπάρχει κανείς λόγος γιατί να μην μπορούμε να το κάνουμε και με την Τουρκία, αρκεί να μειωθεί η «θερμοκρασία» των εντάσεων και να αντιληφθούμε ότι μία τέτοια προσέγγιση θα ήταν τελικά ωφέλιμη και για τις δύο χώρες».

Ερωτηθείς για τον διάδοχο της Άνγκελα Μέρκελ τόνισε ότι αυτό που θα του ζητήσω «δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία».

«Έχουμε κάνει πολύ εκτενείς συζητήσεις στο Συμβούλιο. Έχουμε καταλήξει σε συμπεράσματα τα οποία ουσιαστικά προσφέρουν στην Τουρκία δύο επιλογές. Η μία, στην οποία όλοι προσβλέπουμε, είναι επιλογή συνεργασίας, αμοιβαία ωφέλιμης, η οποία όμως προϋποθέτει τη μείωση των εντάσεων, τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας και τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου.

Ο δεύτερος δρόμος είναι ο πιο σκληρός δρόμος όπου η Τουρκία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι σε περίπτωση που συνεχίσει αυτή τη συμπεριφορά θα υπάρχουν κυρώσεις από ευρωπαϊκής πλευράς, διότι υπάρχουν κάποια όρια τα οποία δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς να υπάρχουν τέτοιες συνέπειες».

«Κανείς δεν επιδιώκει οριστική ρήξη των σχέσεων της ΕΕ με την Τουρκία. Δεν θα ήταν κάτι το οποίο είναι ωφέλιμο, ούτε για την Ευρώπη, ούτε για την Ελλάδα, ούτε τελικά για την Τουρκία. Όμως τα όρια έχουν τεθεί πιστεύω, με απόλυτη σαφήνεια και τουλάχιστον ως προς τις ελληνογερμανικές σχέσεις είναι απολύτως κατανοητό και στην τουρκική ηγεσία ότι από την μία η Ελλάδα τείνει χείρα φιλίας, από την άλλη η Ελλάδα πρώτη θα υπερασπιστεί κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα, σε περίπτωση που αισθάνεται ότι αυτά καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβιάζονται», πρόσθεσε.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμισε σε σχέση με την νέα ηγεσία της Γερμανίας ότι προσδοκά να διευρύνει μαζί της τις ήδη δυναμικές διμερείς σχέσεις «αντιμετωπίζοντας και τις όποιες πολύπλοκες εκκρεμότητες έρχονται από το παρελθόν», κυρίως όμως «να σχεδιάσουμε μαζί το μέλλον μιας νέας, ανεξάρτητης και ισχυρής Ευρώπης».

Αναφερόμενος στη ευρωπαϊκή συζήτηση για το Σύμφωνο Σταθερότητας τόνισε ότι «πρέπει να λάβει υπόψη και τις εμπειρίες της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και τις νέες εμπειρίες της πανδημίας η οποία υποχρέωσε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν το επίπεδο του χρέους, γέννησε όμως και το Ταμείο Ανάκαμψης που αποτελεί μία σημαντική ευρωπαϊκή παρακαταθήκη για το μέλλον».

«Όπως έχετε πει και εσείς, η λιτότητα δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε όλα», σημείωσε απευθυνόμενος στην Γερμανίδα καγκελάριο και πρόσθεσε ότι «αυτό αποτελεί μία χρήσιμη παρακαταθήκη στον προβληματισμό για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας ώστε οι παλιές αστοχίες να μετουσιωθούν σε νέες ευκαιρίες»

Τόνισε εξάλλου ότι το γαλλογερμανικό σύμφωνο και η συμφωνία αμυντικής συνδρομής Ελλάδας – Γαλλίας μπορούν υπό προϋποθέσεις να συγκροτήσουν το πρόπλασμα μίας ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας και πρόσθεσε: «Στους δύο αυτούς πυλώνες μπορεί νομίζω να στηριχθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα των επόμενων δεκαετιών, βαθαίνοντας τη δημοκρατία και περιορίζοντας τις ανισότητες στο εσωτερικό του. Αλλά και απλώνοντας την επιρροή του πια σε υπερεθνικά πεδία, όπως είναι η κλιματική κρίση και το μεταναστευτικό».

Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας

Αναφερόμενος στη συζήτηση για το νέο σύμφωνο Σταθερότητας εκτίμησε ότι θα γίνουν παρεμβάσεις στους πολύ αυστηρούς τυπικούς κανόνες του στο μέλλον, σημειώνοντας ωστόσο ότι «αυτό δεν σημαίνει ότι θα ξεχάσουμε τι σημαίνει δημοσιονομική πειθαρχία».

Τόνισε μάλιστα πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για την πατρίδα μας, η οποία εξακολουθεί να έχει ένα υψηλό επίπεδο χρέους και θα πρέπει μονίμως η αξιοπιστία μας να δοκιμάζεται στην βάσανο των αγορών.

«Η Ελλάδα θα έχει από το 2023 την δυνατότητα, με τους ρυθμούς ανάπτυξης, που προβλέπουμε να μπορεί να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα. Συνεπώς, σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να εκληφθεί αυτή η συζήτηση για αλλαγή του Συμφώνου ως μία «άδεια» να επιστρέψουμε σε κακές συνήθειες του παρελθόντος».

«Αυτό που χρειαζόμαστε και έχει δίκιο η καγκελάριος είναι παραπάνω πόρους για επενδύσεις. Το πως αυτοί οι πόροι θα μετράνε στους δημοσιονομικούς στόχους, το εάν θα χρηματοδοτηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό ή από ευρωπαϊκούς πόρους ή από κάτι που μπορεί να έρθει μετά το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μία συζήτηση ανοιχτή», υπογράμμισε ενώ πρόσθεσε ότι «εφόσον διαχειριστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους σημαντικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και ιδίως οι χώρες του νότου που θα εισπράξουν τους περισσότερους πόρους, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες στο μέλλον, κάτι που δημιουργήθηκε με αφορμή την πανδημία να αποκτήσει ενδεχομένως πιο μόνιμα χαρακτηριστικά».

Ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε την κ. Μέρκελ «φωνή της λογικής και της σταθερότητας στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες και πρόσθεσε: «Άδικη, ίσως, κάποιες φορές, όμως καθοριστική στις οριακές στιγμές. Όπως το 2015, όταν απέναντι σε κορυφαίους υπουργούς της, αρνήθηκε τον εξοστρακισμό της Ελλάδας από την Ευρώπη. Μία μεγάλη επιλογή που έχει την δική της υπογραφή», όπως είπε.

Υπογράμμισε εξάλλου πως ούτε η Ελλάδα ούτε η Ευρώπη έφθασαν εύκολα στο ξέφωτο της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, καθώς και οι δύο δοκιμάστηκαν από λάθος αποφάσεις που επέστρεψαν εναντίον τους μεταμφιεσμένες σε λαϊκισμό και δημαγωγία».

«Άλλωστε και εσείς η ίδια παραδεχθήκατε με γενναιότητα ότι ζητήσατε πολλά από τους Έλληνες την ώρα που εκείνοι βίωναν την τρικυμία της οικονομικής κρίσης», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι «ευτυχώς ούτε η τυφλή ευρωπαϊκή λιτότητα, ούτε τα φθηνά δήθεν εθνικά συνθήματα άντεξαν και η Ευρώπη απέδειξε ότι οι μεγάλες αποφάσεις την τοποθετούν πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας, ενώ και η Ελλάδα μπόρεσε να μετατρέψει σε ωριμότητα τα λάθη και τα τραύματα μίας περιόδου».

«Έτσι, η αληθινή αλληλεγγύη από την μία και ο αληθινός πατριωτισμός από την άλλη βγήκαν στο τέλος νικητές», πρόσθεσε.

Υπογράμμισε εξάλλου πως η Ευρώπη των ασφυκτικών δημοσιονομικών πλαισίων εξελίχθηκε στην Ευρώπη της κοινής υγειονομικής άμυνας και τελικά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης που θα χρηματοδοτήσει το μέλλον των λαών της και τόνισε ότι όλα αυτά έχουν το βάρος και της στάσης της κ. Μέρκελ γιατί «καθώς η Ευρώπη προχωρά με ομοφωνίες γνωρίζει καλά ότι αυτές χτίζονται με συμφωνίες και με συγκλίσεις».

Χαρακτήρισε μάλιστα γενναία την αλλαγή στάσης της καγκελαρίου στο ζήτημα του Ταμείου Ανάκαμψης.

Αναφερόμενος στο μεταναστευτικό τόνισε ότι είναι ένα πρόβλημα το οποίο προφανώς αφορά την Ελλάδα επειδή βρίσκεται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, αφορά όμως και την υπόλοιπη Ευρώπη και κατ’ εξοχήν και τη Γερμανία.

«Η πολιτική της Ευρώπης για μια αυστηρή, αποτελεσματική, δίκαιη, ανθρώπινη, με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα, φύλαξης των συνόρων, είναι μία ελληνική πολιτική η οποία έχει και την απόλυτη ευρωπαϊκή στήριξη», σημείωσε ενώ υπογράμμισε πως η Καγκελάριος «έχει δίκιο επισημαίνοντας ότι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε μία κοινή ευρωπαϊκή θέση στο ζήτημα της μετανάστευσης και του ασύλου, παρά τη μεγάλη προσπάθεια την οποία έχει καταβάλει εδώ και αρκετά χρόνια προς αυτή την κατεύθυνση».

«Η Γερμανία δεν είναι μέρος του προβλήματος. Είναι μέρος της λύσης στο ζήτημα αυτό. Άλλες χώρες δεν δέχθηκαν επί της αρχής την έννοια της αλληλεγγύης και της συμμετοχής στην κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος», πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης, ενώ σημείωσε πως «τουλάχιστον αρχίζει να διαμορφώνεται μια συναίνεση σχετικά με την εξωτερική πτυχή της μετανάστευσης. Ότι πρέπει να φυλάμε τα σύνορα μας πιο αποτελεσματικά. Και ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε σε καμία περίπτωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο -κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου- την εργαλειοποίηση απελπισμένων ανθρώπων για πολιτικούς σκοπούς».

«Αυτό το οποίο έγινε στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020 δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθεί. Δυστυχώς επαναλαμβάνεται όμως στη Λευκορωσία», ανέφερε, προσθέτοντας ότι « η θέση μας απέναντι ειδικά σε αυτή την πτυχή, σε αυτή την πρακτική του μεταναστευτικού, πρέπει να είναι κάθετη».

«Η Καγκελάριος έχει δίκιο όταν λέει η Τουρκία θα έπρεπε υπό προϋποθέσεις και μπορεί να είναι σύμμαχος μας σε αυτή την προσπάθεια. Πρέπει να κάνει περισσότερα, όμως. Πρέπει να κάνει περισσότερα στην εξάρθρωση των κυκλωμάτων διακίνησης, διότι έχουμε πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει στο Αιγαίο. Και είναι βέβαιο ότι ένα κράτος με τις δυνατότητες της Τουρκίας μπορεί να σταματά τις βάρκες πριν αυτές φύγουν. Πριν τεθούν σε κίνδυνο ζωές απελπισμένων ανθρώπων», συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός.

Τέλος επανέλαβε ότι οι χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης σηκώνουν πολύ μεγάλο βάρος και τόνισε πως η άποψή μας είναι πως, ναι, πρέπει να έχουμε μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στήριξη και η χρηματοδότηση της Ευρώπης πρέπει να συμπεριλαμβάνει και φυσικά εμπόδια.

«Αυτή είναι η θέση μας. Δεν συμφωνεί η Επιτροπή με αυτό αλλά έχουμε κάθε δικαίωμα να την εκφράζουμε και να επιμείνουμε, να προσπαθούμε να πείσουμε όλους ότι η σοβαρή και στιβαρή φύλαξη των συνόρων είναι προϋπόθεση για μία σοβαρή μεταναστευτική πολιτική και είναι προϋπόθεση για να μπορέσουμε να κρατήσουμε ζωντανό και το Σένγκεν. Διότι αν καταρρεύσει η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων τότε είναι βέβαιο ότι θα αρχίσουν να επιβάλλονται περιορισμοί από τις χώρες που είναι πιο μακριά από τα ευρωπαϊκά σύνορα ως προς τις δευτερογενείς μετακινήσεις εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και νομίζω ότι κανείς δεν θέλει να φτάσουμε σε αυτό το σημείο», κατέληξε.

Η Άνγκελα Μέρκελ τόνισε πως οι δυσκολίες στις σχέσεις των δύο χωρών ήταν δεδομένες όταν επρόκειτο για την σταθερότητα του ευρώ και πρόσθεσε πως η ίδια είχε απόλυτη επίγνωση για την υπερβολική επιβάρυνση και την πρόκληση που σήμαινε αυτό για τους ανθρώπους στην Ελλάδα.

«Ξέρω ότι απαίτησα πολλά από τους πολίτες της Ελλάδας», τόνισε ο η κ. Μέρκελ, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως η ίδια ήταν πάντα υπέρ της διατήρησης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. «Καταφέραμε στο τέλος να βρούμε κοινό βηματισμό και να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της ΕΕ», ανέφερε.

Η κ. Μέρκελ υπογράμμισε πως η ευελιξία του συμφώνου σταθερότητας δεν είναι καθόλου περιορισμένη και εκτίμησε πως το πρόβλημα ήταν ότι στις καλές εποχές δεν υπήρξε τόσο καλή διαχείριση για να αντιμετωπιστούν και οι δύσκολες εποχές, ενώ πρόσθεσε ότι δείξαμε με το Ταμείο Ανάκαμψης ότι μπορούμε να βρούμε και τις σωστές λύσεις χωρίς να σημαίνει ότι αυτό θα το επαναλαμβάνουμε συνεχώς.

Η κ. Μέρκελ τόνισε ότι μας επιτρέπεται μεγαλύτερη χρηματοποικονομική ελαστικότητα όταν είμαστε πιο καινοτόμοι», ζήτημα για το οποίο υπήρξε, όπως είπε, συμφωνία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ενώ τόνισε ότι μπορούμε να βρούμε κεφάλαιο υπέρ της καινοτομίας, αλλά να μην είμαστε ευάλωτοι στις χρηματοοικονομικές αγορές του κόσμου. Όπως ανέφερε, μόνο αν η Ευρώπη είναι καινοτόμος θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ευημερία μας.

Όσον αφορά την Τουρκία υπογράμμισε ότι γνωρίζει τον μεγάλο αριθμό των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα όταν πρόκειται για την συνεργασία με την Τουρκία, καθώς και ότι πρέπει να ισχύουν τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Δίκαιο

Τόνισε ότι η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ και ως γείτονάς μας θα πρέπει να χαίρει μίας σχέσης αλληλοσεβασμού αλλά θα πρέπει να τηρούνται και ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ επισήμανε ότι πρέπει να υπάρξει μία κοινή ευρωπαϊκή στάση και προσπαθούμε όλοι να συντονιστούμε.

Απόστολος Χονδρόπουλος

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
ΑΘΗΝΑ +
spot_img

Συμβαίνει στην Αθήνα