Την Τρίτη 8 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, ο σταθμός της πόλης αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του προγράμματός του σε γυναίκες που μοιράζονται μαζί μας τις δικές τους προσωπικές ιστορίες.
Μια ιδιαίτερα συγκινητική ιστορία, από την περίοδο της Γερμανικής κατοχής και το πως μια αθηναϊκή οικογένεια την έκρυψε προκειμένου να γλιτώσει από τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης , διηγήθηκε στο σταθμό μας η Ελληνοεβραία Βικτώρια Μπενουζίλιο.
«Στις 24 Μαρτίου του ‘44 ξαφνικά ειδοποίησαν όλους τους Εβραίους να παρουσιαστούν στη Συναγωγή. Ήμουν στο σπίτι με την μάνα μου, εγώ 2 ετών και η αδελφή μου πέντε και ξαφνικά ήρθε ένας αστυνομικός της περιοχής και είπε στην μητέρα μου ότι έπρεπε να τον ακολουθήσει, γιατί αυτή ήταν η εντολή των Γερμανών. Η μητέρα μου τότε άρχισε να ετοιμάζει τα ρούχα τα δικά μου, τα δικά της και της αδερφής μου. Ο αστυνομικός τη ρώτησε εάν γνωρίζει τι θα της συμβεί κι όταν εκείνη του απάντησε αρνητικά, της πρότεινε να μας αφήσει και να τον ακολουθήσει μόνη της. Άσε τα παιδιά σου εδώ. Αν είναι καλά εκεί που θα πας, έρχεσαι και τα παίρνεις… Αν δεν είναι καλά, άσε τα παιδιά σου να ζήσουν…» της είπε.
«Θα ήθελα πολύ να ξέρω το όνομα αυτού του αστυφύλακα. Ήταν ο πρώτος που ρίσκαρε για τη σωτηρία μου»
‘Όπως αφηγήθηκε η Βικτώρια Μπενουζίλιο, οι δύο γονείς της και όλοι οι συγγενείς της συνελήφθησαν και στάλθηκαν στο Άουσβιτς, ενώ εκείνη βρήκε “καταφύγιο” στην οικογένεια Οικονομάκου. «Με αγκάλιασαν και και με περιέθαλψαν σαν να ήμουν δικό τους παιδί. Ο Σταύρος και η Βασιλική Οικονομάκου ήταν φίλοι των γονιών μου και όταν έμαθαν από τη γειτόνισσα τι συνέβη, ήρθαν και ζήτησαν από τη θεία μου να με πάρουν σπίτι τους. Αρχικά ζούσαμε στο Μετς και στη συνέχεια στο Κουκάκι, όπου μετακομίσαμε πιθανόν για λόγους ασφάλειας, αν και όλοι ήξεραν ότι είμαι Εβραία και δεν τους πρόδωσε κανείς».
Για περισσότερο από δύο χρόνια μεγάλωνε με το όνομα Νίκη στο σπίτι τους, μέχρι την επιστροφή της μητέρας της από το Άουσβιτς στα τέλη του 1945. Τον πατέρα της δεν τον ξαναείδε ποτέ, ενώ την αδερφή της τη γνώρισε το 1972.