Με τις μαρτυρίες κατοίκων από το Μάτι οι οποίοι με με συγκλονιστικό τρόπο περιγράφουν όσα έζησαν θρηνώντας για την απώλεια των δικών τους ανθρώπων συνεχίζεται μέσα σε φορτισμένο κλίμα η δίκη.
Με την έναρξη της διαδικασίας η υπεράσπιση του κατηγορούμενου δημάρχου Ραφήνας για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι έθεσε θέμα αμεροληψίας του δικαστηρίου γιατί επέτρεψε την ανάρτηση των φωτογραφιών των νεκρών από την πύρινη λαίλαπα.
“Η κίνηση της ανοχής του δικαστηρίου με την ανάρτηση των φωτογραφιών παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας και κλονίζεται η αμεροληψία σας έναντι των κατηγορουμένων. Σας υπεβλήθη αίτημα στο δικαστήριο να αποφασίσετε και δεν απαντήσατε και αυτό σημαίνει έλλειψη ακροάσεως. Δεν υπήρξε απαθές το δικαστήριο σας. Ενημέρωσα την προϊσταμένη σας και ζητώ να δηλώσετε αποχή από τα καθήκοντα σας.Εχετε εγγράψει υποθήκη για αγωγή κακοδικιας και αίτηση εξαίρεσης. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο σας” είπε ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου Θρασύβουλος Κονταξής.
Η πρόεδρος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Μαρία Γκιαούρη, η οποία διευθύνει τη διαδικασία διέκοψε για λίγο τη συνέδριαση και αμέσως μετά ανακοίνωσε με ψυχραιμία και νηφαλιότητα ότι για το δικαστήριο “δεν τίθεται κανένα ζήτημα γιατί ο καθένας από εμάς μπορεί να ασκήσει αμερόληπτος τα καθήκοντα του και γι’αυτό βρισκεται εδώ”.
“Μπράβο” ακούστηκε από το ακροατήριο και αμέσως μετά ανέβηκε στο βήμα η πρώτη μάρτυρας Μαγδαληνή Τσέκου , η οποία έχασε τον πατέρα της.
“Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός και βλέπαμε τη φωτιά να έρχεται .Αρχιζουμε και μαζεύουμε ο,τι μπορούμε για να φύγουμε.Οι φλόγες έρχονταν κοντά μας. Φεύγουμε ο μπαμπάς μου είπε πάρε τη μαμά σου και φύγετε. Εγώ Θα έρθω με το δεύτερο αυτοκίνητο. Προσπαθούσε να λύσει τα σκυλιά. Δώσαμε ραντεβού στη Ραφήνα”..
Με λυγμούς η μάρτυρας περιέγραψε πώς κατάφεραν μετά από ώρες να εντοπίσουν τον πατέρα της στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός όπου είχε μεταφερθεί με εκτεταμένα εγκαύματα και κατέληξε στις 27/7/2018. Φεύγουμε για τον Ευαγγελισμό. Μετά έμαθαν από μια κυρία που σώθηκε ότι ο πατέρας της φεύγοντας από το σπίτι σταμάτησε για να βοηθήσει μια οικογένεια που είχε έναν ανάπηρο .”Εγκλωβίστηκαν από τη φωτιά. Αυτό συνέβη στις επτάμισι και έμεινε εκεί μέχρι τις εννέα το βράδυ. Η γειτόνισσα επέζησε και εξηγούσε όλη την κατάσταση. Δυστυχώς ο ανάπηρος σύζυγος της απανθρακώθηκε μαζί με την τετραμελή οικογένειά του. Ούτε εκείνη όμως κατάφερε να ζήσει. Κάθε μέρα που περνούσε ελπίζαμε ότι θα ζούσε και θα τον βοηθούσαμε εμείς”.
Στη συνέχεια κατέθεσε η Ευανθία Σιδέρη η οποία έχασε τη μητέρα της και το σύζυγό της.
Περιέγραψε την κατάσταση με τους απανθρακωμένους ανθρώπους σαν «Πομπηία», ενώ όπως ανέφερε μετά από αυτά που βίωσε «και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει».
«Γύρω στις έξι παρά βλέπω καπνό. Τρέχω στο κομπιούτερ.. κλειστό. Είχε κοπεί το ρεύμα. Η κόρη μου μυρίζει καπνό και επειδή είχε μια παλαιότερη εμπειρία παθαίνει κρίση πανικού. “Θα καούμε, θα πεθάνουμε!”. Εγώ πάγωσα. Βγαίνουμε έξω. Αυτοκίνητα παντού .. Έτρεχε μπροστά η κόρη μου η Περσεφόνη, πίσω εγώ και η μητέρα μου και πιο πίσω ο άντρας μου. Κάποια στιγμή τον χάσαμε. Μπήκαμε στο μονοπάτι. Η μαμά μου εκείνη την ώρα μου λέει “δε θα τα καταφέρω, άφησε με”. Της λέω πάμε. Φτάνουμε στα σκαλοπατάκια και ξαφνικά η κόρη μου φωνάζει “μαμά καίγεσαι!”. Πετάω ρούχα και πέφτω στη θάλασσα, βλέπω δευτερόλεπτα πριν την κόρη μου να αρπάζει τη μάνα μου και να την τραβάει στη θάλασσα. Τις έχασα. Έπεσε μαύρο πέπλο παντού. Βρήκα μια ξέρα και κάθισα. Ούρλιαζα για ώρες. Και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει.. Καμένα μωρά, καμένες μανάδες. Καίγανε τα πάντα. Ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο. Ήμασταν μόνοι μας τελείως. Μετά από ώρες ήρθε ένα μεγάλο καΐκι. Να γίνεται χαμός. “Τους καμένους πρώτα!” να φωνάζουν. Ήρθε ο άντρας μου κατάμαυρος, μου λέει “αγάπη μου” και λιποθύμησε. Παίρνω την κόρη μου τηλέφωνο, μου λέει δε βρίσκω τη γιαγιά. Άρχισα να ψάχνω σε ξέρες, μέσα στη θάλασσα. Τα είδα όλα. Πτώματα σε κατάσταση Πομπηίας. Τη χάσαμε τη μητέρα μου και ο άντρας μου, μερικούς μήνες μετά κατέρρευσε από αυτό και πέθανε στο νοσοκομείο.. Ζητώ δικαίωση για τη μνήμη της μητέρας μου, του αντρούλη μου, της Χρύσας Σπηλιώτη που ήταν φίλη μου για όλους όσους χάθηκαν άδικα».
Μίνα Μουστάκα