Στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, αλλά τα τρωτά σημεία φαίνεται να υποχωρούν, καταλήγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις συστάσεις της στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ευπάθειες που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν υποχωρήσει, αλλά η εξωτερική θέση της Ελλάδας έχει επιδεινωθεί. Μια βασική ανησυχία είναι ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε σημαντικά το 2022, παρά την ανάκαμψη των εσόδων από τον τουρισμό. Παρόλο που προβλέπεται να μειωθεί κάπως φέτος και το επόμενο έτος, το εξωτερικό έλλειμμα πρόκειται να παραμείνει πολύ πάνω από το επίπεδο που απαιτείται για να διασφαλιστεί η διαρκής βελτίωση της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης.
H Επιτροπή παρατηρεί ότι ενώ ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στην ΕΕ, βελτιώθηκε σημαντικά το 2022, κυρίως χάρη στην ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω το 2023 και το 2024.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατέγραψαν απότομη πτώση το περασμένο έτος, η οποία βασίστηκε σε μεγάλες μειώσεις τα προηγούμενα έτη, ωστόσο παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και συνεχίζουν να επιβαρύνουν την κερδοφορία και τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η απάντηση της πολιτικής της Ελλάδας συνέβαλε στην άρση των ανισορροπιών και η εφαρμογή του εθνικού προγράμματος Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) είναι μια σημαντική ευκαιρία για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών που απομένουν. Ωστόσο, απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες, ιδίως για να διασφαλιστεί ότι τα εξωτερικά υπόλοιπα θα τεθούν σε σταθερά βελτιωμένη πορεία και ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μειωθούν περαιτέρω.
Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης επηρεάστηκε από τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που εγκρίθηκαν για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Το 2022, τέτοια μέτρα αύξησης των δαπανών περιελάμβαναν επιδοτήσεις ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αυξημένα κοινωνικά επιδόματα σε ευάλωτα νοικοκυριά. Το κόστος αυτών των μέτρων αντισταθμίστηκε εν μέρει από νέους φόρους στα απροσδόκητα κέρδη των παραγωγών και προμηθευτών ενέργειας, συγκεκριμένα το ανώτατο όριο τιμών για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και την έκτακτη εισφορά στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο Οκτωβρίου 2021 έως Ιουνίου 2022. Η Επιτροπή εκτιμά το καθαρό δημοσιονομικό κόστος από αυτά τα μέτρα στο 2,5% του ΑΕΠ το 2022. Ταυτόχρονα, το εκτιμώμενο κόστος των προσωρινών έκτακτων μέτρων για τον COVID-19 μειώθηκε στο 1,5% του ΑΕΠ το 2022, από 6,5% το 2021.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, στο -1% του ΑΕΠ. Όπως συνέστησε το Συμβούλιο, η Ελλάδα συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα κονδύλια της ΕΕ ανήλθαν στο 2,1% του ΑΕΠ το 2022 (2,6% του ΑΕΠ το 2021). Η μείωση των δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν από τις επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα κονδύλια της ΕΕ το 2022 οφειλόταν στη σταδιακή κατάργηση της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου, ενώ οι επενδυτικές δαπάνες στη νέα προγραμματική περίοδο δεν έχουν ακόμη αυξηθεί. Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις παρείχαν επεκτατική συμβολή 0,6 ποσοστιαίων μονάδων στη δημοσιονομική θέση. Ως εκ τούτου, το 2022 η Ελλάδα διατήρησε τις επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν εθνικά, όπως είχε συστήσει το Συμβούλιο.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, το μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο στηρίζονται οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προγράμματος σταθερότητας της Ελλάδας, είναι «ρεαλιστικό» το 2023 και «αισιόδοξο» στη συνέχεια. Η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% το 2023 και 3% το 2024. Συγκριτικά, οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2023 δείχνουν υψηλότερη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,4% το 2023 και χαμηλότερη ανάπτυξη 1,9% το 2024, κυρίως λόγω των διαφορών στις παραδοχές για την επενδυτική δραστηριότητα και τις συνεισφορές από τον εξωτερικό τομέα.
Επιπλέον, στο πρόγραμμα σταθερότητας του 2023, η κυβέρνηση αναμένει ότι ο λόγος του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί στο 1,8% του ΑΕΠ το 2023. Η μείωση το 2023 αντανακλά κυρίως τη σταδιακή κατάργηση των δημοσιονομικών μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία και τη μείωση του κόστους των μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια καθώς και των αυξανόμενων εσόδων λόγω της οικονομικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα, ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από 171,3% στο τέλος του 2022 σε 162,6% στο τέλος του 2023. Η εαρινή πρόβλεψη της Επιτροπής του 2023 δείχνει δημόσιο έλλειμμα 1,3% του ΑΕΠ για 2023. Αυτό είναι χαμηλότερο από το έλλειμμα που προβλέπεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, κυρίως λόγω της ευνοϊκότερης εξέλιξης των φορολογικών βάσεων. Επίσης, οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής προβλέπουν χαμηλότερο λόγο χρέους της γενικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ, 160,2% στο τέλος του 2023. Η διαφορά οφείλεται κυρίως στην υψηλότερη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και, σε μικρότερο βαθμό, στη χαμηλότερη πρόβλεψη για το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης από την Επιτροπή.
Το δημόσιο ισοζύγιο το 2023 αναμένεται να συνεχίσει να επηρεάζεται από τα δημοσιονομικά μέτρα που θεσπίστηκαν για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Αποτελούνται από μέτρα που παρατείνονται από το 2022 (ιδίως: οι επιδοτήσεις ηλεκτρικής ενέργειας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις). Το κόστος αυτών των μέτρων εξακολουθεί να αντισταθμίζεται εν μέρει από τους φόρους επί των απροσδόκητων κερδών των προμηθευτών ενέργειας, δηλαδή το ανώτατο όριο τιμών για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και τη συνεισφορά αλληλεγγύης από τα διυλιστήρια.
Προτάθηκε επίσης στην Ελλάδα να επεκτείνει τις δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, καθώς και για την ενεργειακή ασφάλεια, λαμβάνοντας υπόψη την πρωτοβουλία REPowerEU, μεταξύ άλλων με τη χρήση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλων κονδυλίων της Ένωσης. Επισημαίνεται ότι η Ελλάδα σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και για την ενεργειακή ασφάλεια, όπως η εγκατάσταση 8.000 δημόσια προσβάσιμων σημείων φόρτισης για ηλεκτρικά οχήματα σε βασικές αστικές και προαστιακές τοποθεσίες, η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και η βελτίωση της ηλεκτρικής διασύνδεσης των νησιά.
Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί στο 0,8% του ΑΕΠ το 2024. Η μείωση το 2024 αντανακλά κυρίως τη σταδιακή κατάργηση των υπόλοιπων ενεργειακών και άλλων μέτρων και την αύξηση των εσόδων. Το Πρόγραμμα αναμένει ότι ο λόγος χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ θα μειωθεί στο 150,8% στο τέλος του 2024. Η εαρινή πρόβλεψη της Επιτροπής δείχνει δημόσιο έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ το 2024. Αυτό είναι χαμηλότερο από το έλλειμμα που προβλέπεται στο πρόγραμμα, κυρίως λόγω των παραδοχών για την εκτέλεση του κοινωνικού προϋπολογισμού, κυρίως των χαμηλότερων δαπανών για κοινωνικές παροχές και συντάξεις. Επίσης, οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής δείχνουν υψηλότερο λόγο χρέους της γενικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ, 154,5% στο τέλος του 2024.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση όλων των μέτρων ενεργειακής στήριξης το 2024. Η Επιτροπή αναλαμβάνει επίσης την πλήρη σταδιακή κατάργηση των μέτρων ενεργειακής στήριξης το 2024. Αυτό εξαρτάται από την παραδοχή ότι δεν θα αυξηθούν οι τιμές της ανανεωμένης ενέργειας.
Το διαρθρωτικό ισοζύγιο τουλάχιστον 0,3% του ΑΕΠ για το 2024 θα ήταν κατάλληλο. Για να εξασφαλιστεί μια τέτοια βελτίωση, η αύξηση των καθαρών εθνικών χρηματοδοτούμενων πρωτογενών δαπανών το 2024 δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 2,6%, συστήνει η Επιτροπή. Αυτό θα συμβάλει επίσης στην ενίσχυση της εξωτερικής θέσης. Ταυτόχρονα, τα υπόλοιπα μέτρα ενεργειακής στήριξης (επί του παρόντος εκτιμώνται από την Επιτροπή στο 0,2% του ΑΕΠ το 2023) θα πρέπει να καταργηθούν σταδιακά, ανάλογα με τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας και ξεκινώντας από τα λιγότερο στοχευμένα, και η σχετική εξοικονόμηση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα.
Υπό την υπόθεση ότι οι πολιτικές θα παραμείνουν αμετάβλητες, η εαρινή πρόβλεψη της Επιτροπής δείχνει ότι οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες που χρηματοδοτούνται σε εθνικό επίπεδο θα αυξηθούν κατά 0,7% το 2024, δηλαδή χαμηλότερα από το ρυθμό αύξησης που συνιστάται.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι με βάση τις βέλτιστες πρακτικές και τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν ως μέρος του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, οι τροποποιήσεις στο πλαίσιο φορολογικής πολιτικής της Ελλάδας θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού. Πιο συγκεκριμένα, η εισαγωγή ενός συστήματος προκαταβολής φόρου θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να αυξήσει τις συνεχείς προσπάθειες για την απλούστευση του φορολογικού συστήματος. Η αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης για τους αυτοαπασχολούμενους και στη στήριξη των επενδύσεων. Η φορολογική συμμόρφωση θα μπορούσε να βελτιωθεί με την επέκταση της εφαρμογής των ηλεκτρονικών πληρωμών και την αυξημένη χρήση των πληροφοριών που προέρχονται από τις ηλεκτρονικές πληρωμές, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη πρόσφατες ενδείξεις αυξανόμενης διαφοράς μεταξύ δηλωθέντων χαμηλών εισοδημάτων και του φαινομενικά ταχέως αυξανόμενου κύκλου εργασιών των αυτοαπασχολούμενων. Ειδικότερα, με την καλύτερη χρήση των πληροφοριών που προέρχονται από ηλεκτρονικές πληρωμές για στοχευμένα επαγγέλματα. Στον στόχο αυτό αναμένεται να συμβάλει μεταξύ άλλων ο συνεχιζόμενος ψηφιακός μετασχηματισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ