Οι αυξήσεις μισθών και οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας έρχονται στο προσκήνιο της προεκλογικής αντιπαράθεσης.
Την ίδια ώρα, τα συνδικάτα επιχειρούν να ανατρέψουν τους σε βάρος τους εργασιακούς συσχετισμούς, διεκδικώντας νέες συμβάσεις με ουσιαστικές αυξήσεις, οι οποίες θα είναι υποχρεωτικές για τους εργοδότες κάθε κλάδου
Η στόχευση των συνδικάτων, είναι τριπλή:
– Κατ αρχάς, να διασφαλίζουν άμεσες και ουσιαστικές μισθολογικές αυξήσεις μέσω των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.
– Παράλληλα, να επιτύχουν την, επίσης, άμεση κήρυξη των συμβάσεων ως γενικώς υποχρεωτικών, ώστε να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους και από τους εργοδότες που έχουν αποχωρήσει από τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις κάθε κλάδου, προκειμένου να αποφύγουν την δέσμευση απέναντι στις προβλέψεις της κλαδικής σύμβασης και
– να επιδιώξουν μέσω της Επιθεώρησης Εργασίας, να διασφαλιστεί η εφαρμογή των συμβάσεων.
Ήδη, κηρύχθηκε ως γενικώς υποχρεωτική η σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις καλλυντικών με την ειδικότητα συμβούλου ομορφιάς/αισθητικού.
Παράλληλα, έχει ξεκινήσει ο αγώνας δρόμου προκειμένου να κηρυχθεί ως υποχρεωτική η διετής σύμβαση εργασίας, η οποία υπεγράφη προ ημερών και προβλέπει αύξηση 10,5% σε βάθος διετίας για τουλάχιστον 350.000 εργαζόμενους στον επισιτισμό.
Προηγήθηκε η υπογραφή της νέας κλαδικής σύμβασης για τους εργαζόμενους στα αρτοποιεία, με τους μισθολογικούς και εργασιακούς όρους να μην καλύπτουν τις μεγάλες αλυσίδες, δεδομένου ότι δεν είναι μέλη της εργοδοτικής οργάνωσης.
Εντωμεταξύ, 24ωρη απεργία για τις 5 Ιουλίου, έχουν προκηρύξει οι εργαζόμενοι στον κλάδο του φαρμάκου, διεκδικώντας αύξηση μισθών και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, μέσω νέας κλαδικής σύμβασης.
Σύμφωνα με τα συνδικάτα, η κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων, την τελευταία δεκαετία, έχει ως συνέπεια να καλύπτονται – μόλις και μετά βίας – 950.000 εργαζόμενοι, δηλαδή το 25% του συνόλου.
Το στοιχείο αυτό, καταδεικνύει το αδιέξοδο των εργατικών αμοιβών στη χώρα μας και τον λόγο για τον οποίο παραμένουν καθηλωμένοι οι μέσοι μισθοί, παρά την αύξηση των κατώτατων αμοιβών.
Εξάλλου, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω του αυξημένου πληθωρισμού.
Από τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, προκύπτει ότι ενώ το 2010 βρίσκονταν σε ισχύ 65 κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το 2021 δεν ξεπέρασαν τις 17, εκ των οποίων μόλις πέντε είχαν υποχρεωτική ισχύ για όλες τις επιχειρήσεις στους κλάδους τους οποίους αφορούσαν. Ανάλογη ήταν η πορεία και το 2022.
Στον αντίποδα, διαρκώς ανοδική πορεία κατέγραψαν οι επιχειρησιακές συμβάσεις που τέθηκαν σε ισχύ την ίδια περίοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα τέλη του 2011 έως τον Ιούνιο του 2014 υπογράφηκαν 1.440 επιχειρησιακές συμβάσεις, οι οποίες προέβλεπαν μείωση αποδοχών από 10% έως 50%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΜΕΔ, σήμερα υπάρχουν 1.661 επιχειρησιακές συμβάσεις σε ισχύ. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρησιακές και οι ατομικές συμβάσεις κυριαρχούν στην ελληνική αγορά εργασίας.
Δημήτρης Κωστάκος