Σε έργα αναβάθμισης των παρεχομένων υπηρεσιών και των υποδομών στον αρχαιολογικό χώρο του Λόγγου, στην Έδεσσα -βελτίωση των διαδρομών επισκεπτών και της προσβασιμότητας, νέες κτηριακές εγκαταστάσεις, ανανέωση της σήμανσης, επεμβάσεις αντιπλημμυρικής θωράκισης- προχωρά το Υπουργείο Πολιτισμού με στόχο την προστασία, την καλύτερη αναγνωσιμότητα του χώρου και τη βελτίωση της συνολικής εμπειρίας του επισκέπτη.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Έδεσσας περιλαμβάνει την Ακρόπολη και τον οικοδομικό ιστό της πόλης, που περιβάλλονται από τείχος, καθώς και την περιοχή εκτός και περιμετρικά των τειχών.
Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε:
«Στην τελευταία επίσκεψη μας στον αρχαιολογικό χώρο της Έδεσσας είχαμε δεσμευθεί ότι η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων θα προχωρήσει στην εκπόνηση μελετών για τον αρχαιολογικό χώρο του Λόγγου, προκειμένου να υλοποιηθούν έργα αναβάθμισης του. Οι προβλεπόμενες επεμβάσεις είναι απαραίτητες για την ανάδειξη αυτού του σημαντικού αρχαιολογικού χώρου και την αύξηση της επισκεψιμότητάς του. Οι υφιστάμενες διαμορφώσεις και εγκαταστάσεις χρειάζονται αναμόρφωση, ώστε να αναδειχθεί ένας σύγχρονος, ασφαλής και λειτουργικός αρχαιολογικός χώρος. Οι μελέτες συγκροτούν ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο για την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου του Λόγγου, προβλέποντας τη δυνατότητα δημιουργίας επισκέψιμης μουσειακής αποθήκης, με εργαστήριο συντήρησης, ως μια μορφή μουσειακής δομής, έως ότου βρεθεί ο κατάλληλος χώρος και καταστεί εφικτή η ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου. Στόχος μας, μέσα από το σύνολο των επεμβάσεων που υλοποιούνται και σε άλλα μνημεία της πόλης, είναι να αναβαθμιστεί το πολιτιστικό και τουριστικό προφίλ της Έδεσσας, ως προορισμού που συνδυάζει πλούσιο μνημειακό απόθεμα όλων των περιόδων, αλλά και απαράμιλλο φυσικό περιβάλλον».
Στόχος της μελέτης είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων κίνησης στον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, η βελτίωση της πληροφόρησης και της εμπειρίας επίσκεψης. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκε και η αναβάθμιση των κτηριακών υποδομών του χώρου καθώς πρόκειται για κτήρια με ανομοιογενή χαρακτήρα, κατασκευασμένα σε διαφορετικές περιόδους, μη επαρκή πλέον για την κάλυψη των αναγκών αποθήκευσης αρχαιοτήτων και εργαλείων και μη ανταποκρινόμενα στις σύγχρονες προδιαγραφές εξυπηρέτησης επισκεπτών και εργαζομένων.
Οι προτάσεις της μελέτης αφορούν στη διευθέτηση ζητημάτων που σχετίζονται με τα όρια του αρχαιολογικού χώρου και τον ευπρεπισμό του επισκέψιμου χώρου μέχρι την ολοκλήρωση των ανασκαφών και την ανάδειξη των μνημείων. Προβλέπονται επεμβάσεις αντιπλημμυρικής θωράκισης του χώρου με την εγκατάσταση αγωγού διευθέτησης. Κατασκευάζονται νέες κτηριακές εγκαταστάσεις και χώροι υγιεινής, προσβάσιμες από ΑμεΑ, απαραίτητες για την αποθήκευση και συντήρηση των ευρημάτων, την έκθεση μέρους αυτών για την επαφή του κοινού με την ιστορία του χώρου.
Οι νέες κτιριακές εγκαταστάσεις χωροθετούνται στην περιοχή των παλαιών. Αναβαθμίζεται αισθητικά ο ευρύτερος χώρος υποδοχής με αντικατάσταση της παλαιάς περίφραξης και οργάνωση των σημείων εισόδου. Οργανώνεται διαδρομή επίσκεψης του χώρου σε συνδυασμό με τις πινακίδες σήμανσης πληροφόρησης, για την ενημερωμένη κίνηση και περιήγηση του κοινού. Ανανεώνονται οι υπάρχουσες πινακίδες ενημέρωσης και τοποθετούνται νέες μπροστά στα επιμέρους μνημεία. Τα κατάλοιπα της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής εντάσσονται στα σημεία ενδιαφέροντος και διαμορφώνεται κατάλληλα χώρος εκδηλώσεων. Έως σήμερα εκδηλώσεις πραγματοποιούνται έξω από τα νότια τείχη χωρίς ο υφιστάμενος χώρος να είναι διαμορφωμένος, αλλά και χωρίς να διαθέτει την κατάλληλη υποδομή υποστήριξης ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων για φωτισμό και ήχο.
Από την αρχική κήρυξη τη δεκαετία του 1960, ο αρχαιολογικός χώρος αναοριοθετήθηκε το 1998 για τη διεύρυνση της περιοχής εκτός των τειχών, και το 2000, έγινε η οριοθέτηση των Ζωνών Α και Β Προστασίας. Οι ανασκαφές στο Λόγγο εκτείνονται χρονικά από το 1922 έως το 2020, με ιδιαίτερη έμφαση στις δεκαετίες του 1960-70 και 1980-90.
Ο επισκέψιμος χώρος, της Έδεσσας, που εντάσσεται στη Ζώνη Α, αποτελεί τμήμα της κάτω πόλης της Αρχαίας Έδεσσας που χρονολογείται από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. έως και τον 6ο/7ο αι. μ.Χ., όταν εγκαταλείφθηκε εξαιτίας των επιδρομών βαρβαρικών φύλων και η κατοίκηση μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη ή Άνω Πόλη. Ο επισκέπτης σήμερα αντικρύζει την εικόνα της πόλης όπως είχε διαμορφωθεί κατά τον 5ο και 6ο μ.Χ. αιώνα.
Συγκεκριμένα, στον επισκέψιμο χώρο έχει έλθει στο φως η νότια πύλη της πόλης, καθώς και τμήμα των νότιων και ανατολικών τειχών με πύλη και πύργους, η πλακόστρωτη κεντρική οδός με κιονοστοιχίες εκατέρωθεν. Στις παρόδους εκτείνονται οικίες, εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια, ενώ κατά μήκος της ίδιας οδού, η οποία έχει τεκμηριωθεί ότι εκτείνονταν έως τη βόρεια πύλη της πόλης, που έχει και αυτή ανασκαφεί, έχουν αποκαλυφθεί δημόσια κτήρια, όπως αποθήκες αλλά και εκτεταμένο παλαιοχριστιανικό συγκρότημα με κρήνη με περίστυλη αυλή και πολυτελώς διακοσμημένους χώρους, ίσως το Επισκοπείο της πόλης.