«Δεν είχε μεγάλη σημασία τι είχε συμβεί, έπρεπε να προστατέψει τον γιο του. Ουδέποτε είχε νιώσει τόσο ξεκάθαρα, τόσο σωματικά, το δεσμό που υπήρχε μεταξύ τους. Δεν ήταν κάποιο άλλο άτομο που βρισκόταν σε κίνδυνο κάπου -ένας Θεός ξέρει πού-, ήταν ένα κομμάτι του εαυτού του (σ. 68)».
Ο Ντέηβ είναι ωρολογοποιός σ’ ένα χωριό της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, όπου ζει με τον δεκαεξάχρονο γιο του Μπεν. Η γυναίκα του τους έχει εγκαταλείψει καιρό πριν και έτσι ο Ντέηβ έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου τη φροντίδα του γιου του. Ένα Σαββατόβραδο ο τελευταίος το σκάει από το σπίτι και ο κόσμος του Ντέηβ καταρρέει σε μια στιγμή. Τα κακά νέα θα έρθουν ήδη την επόμενη μέρα, όταν ο Μπεν θα βρεθεί κατηγορούμενος για φόνο.
Ο Ζωρζ Σιμενόν αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά δεινός μαέστρος στην οικονομία της γραφής, στην υπαινικτικότητα και στην ενδελεχή μελέτη της ανθρώπινης φύσης. Έτσι και σ’ αυτό το μυθιστόρημα του 1954, της αμερικανικής περιόδου του, εξετάζει τη σχέση πατέρα και γιου με μια σπάνια ενσυναίσθηση. Πόσο μπορούμε να γνωρίζουμε τον πιο κοντινό μας άνθρωπο, ακόμη και το ίδιο μας το παιδί; Πόσο επηρεάζουν την ψυχοσύνθεσή μας η κληρονομικότητα και ο τρόπος ανατροφής; Ή μήπως τελικά όλα είναι προϊόν τυχαιότητας, δεν υπάρχει σύνδεση αιτίου και αιτιατού; Ο Σιμενόν προκαλεί τους αναγνώστες για μια ακόμη φορά με μια δύσκολη και τολμηρή θεματολογία, προσκαλώντας τους στην άβυσσο και την πολυπλοκότητα της ίδιας τους της ύπαρξης.
«Στα όνειρα τυχαίνει να μεταφέρεται κάποιος ξαφνικά στην άκρη ενός τοπίου απόκοσμου και συνάμα οικείου, λίγο αγχωτικού, σαν να βρίσκεται στην άκρη ενός γκρεμού. Τίποτα δεν μοιάζει με αυτό που έχει γνωρίσει στην πραγματική του ζωή και όμως αισθάνεται κάτι να ξυπνάει μέσα στη μνήμη του, έχει σχεδόν τη βεβαιότητα ότι ξαναπέρασε από κει, ίσως και να έχει ήδη ζήσει εκεί σε ένα προηγούμενο όνειρο ή σε μια πρότερη ζωή (σ. 34)».
«Ο ωρολογοποιός του Έβερτον» του Ζωρζ Σιμενόν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ.
Κώστας Μοστράτος