Στις 22 Οκτωβρίου 1940, ο Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο της Φασιστικής Ιταλίας συνέταξε στη Ρώμη το τελεσίγραφο προς την Ελλάδα. Τρεις μέρες μετά, στις 25 Οκτωβρίου, η νεοσύστατη Λυρική Σκηνή στην Αθήνα, ανέβασε τη “Μαντάμ Μπατερφλάι” του Τζιάκομο Πουτσίνι, παρόντος του γιου του συνθέτη, του Αντόνιο Πουτσίνι. Η ιταλική πρεσβεία έδωσε μεγάλη σημασία στην εκδήλωση, διοργανώνοντας την επαύριο, τη νύχτα της 26ης προς 27η Οκτωβρίου, μια λαμπρή δεξίωση για να τιμήσει τον Πουτσίνι και όλους τους συντελεστές της παράστασης. Ενώ λοιπόν οι Ιταλοί διπλωμάτες και το άνθος της αθηναϊκής κοινωνίας έπιναν ξένοιαστοι τη σαμπάνια τους, σε ένα μυστικό δωμάτιο της πρεσβείας, το τελεσίγραφο έφτανε τηλεγραφικά.
Ήταν το ίδιο κείμενο που ο Ιταλός πρέσβης, ο Εμανουέλε Γκράτσι, θα επέδιδε εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα, ιδιοχείρως, στον δικτάτορα της Ελλάδας, ξυπνώντας τον, στις 3.00 παρά δέκα τα ξημερώματα της Δευτέρας, 28ης Οκτωβρίου 1940, στο σπίτι του στην Κηφισιά.
Όταν λοιπόν το διάβασε ο Ιωάννης Μεταξάς, δεν είπε ακριβώς «όχι». Η αλήθεια είναι πως δήλωσε στον πρέσβη: «alors, c’ est la guerre…» Ώστε λοιπόν, πόλεμος. Πόλεμος που ξέσπασε ακριβώς στις 5 και μισή τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με την αιφνιδιαστική εισβολή των Ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, ένα ημίωρο πριν από την ώρα που το ίδιο το τελεσίγραφο όριζε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε.
Το περίφημο «Όχι», το σήμα κατατεθέν της ελληνικής ευψυχίας, (καθώς η σφαλιάρα των Ελλήνων στους Φασίστες του Μουσολίνι ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων εναντίον του Άξονα), αυτό το «Όχι» λοιπόν παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον», στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Με αυτό το «Όχι» άρχισε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για την Ελλάδα. Ένας πόλεμος που ξεκίνησε πολύ κομψά, θα έλεγα, με μια όπερα και μια δεξίωση.