Έφυγε από τη ζωή ο πεζογράφος Θανάσης Βαλτινός, που γεννήθηκε το 1932 στο Καστρί Κυνουρίας.
Επί Κατοχής και Εμφυλίου, ο Βαλτινός φοίτησε στα γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης λόγω κατοχικών και μετακατοχικών μετακινήσεων της οικογένειάς του. Παρακολούθησε μαθήματα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών και σε σχολή του κινηματογράφου. Μετά τη μεταπολίτευση και πιο συγκεκριμένα μετά το 1974 ταξίδεψε στην Αγγλία, το Δυτικό Βερολίνο και τις ΗΠΑ. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1958 με τη βράβευση του διηγήματός του «Κατακαλόκαιρο», σε διαγωνισμό του περιοδικού «Ταχυδρόμος». Το 1963 δημοσίευσε στο περιοδικό «Εποχές» το αφήγημα «Η κάθοδος των εννιά», που κυκλοφόρησε και σε γερμανική μετάφραση το 1976. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή και μετάφραση, καθώς και με το κινηματογραφικό σενάριο. Οι μεταφράσεις της τραγωδίας του Ευριπίδη «Τρωαδίτισσες» αλλά και της «Ορέστειας» του Αισχύλου παρουσιάστηκαν από το Θέατρο Τέχνης στα Επιδαύρια (1979-1980), σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Έγραψε τα σενάρια των ταινιών «Ενώ σφύριζε το τραίνο», «Δούρειος ίππος» και σε συνεργασία και με άλλους έγραψε και τα σενάρια των ταινιών «Μέρες του ‘36», «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» και «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ (1989-1990) και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (2005-2006). Υπήρξε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και της Εταιρείας Συγγραφέων, της οποίας χρημάτισε πρόεδρος επί πέντε θητείες. Επίσης διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας των Αθηνών. Τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Κανών για την ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα» και με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60» (1990), με το διεθνές βραβείο Καβάφη (2001) και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών «Πέτρος Χάρης» (2002). Το 2002 του απονεμήθηκε ο χρυσός σταυρός του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το 1994 με την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου του «Ορθοκωστά», μυθιστόρημα με θέμα τον Εμφύλιο Πόλεμο, προκλήθηκαν έντονες συζητήσεις σχετικά με τη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Το 2012 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων και της Λογοτεχνίας από τη Διεύθυνση Γραμμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του υπουργείου Πολιτισμού για το σύνολο του έργου του. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες μεταξύ των οποίων τα αγγλικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ρωσικά.
Μεταξύ των έργων του ξεχωρίζουν «Η κάθοδος των εννιά» (1978), «το συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη» (1972), «Τρία ελληνικά μονόπρακτα (Πρακτικά μιας δίκης / Γράμματα στη φυλακή / Ναι, αλλά Kenwood» (1978), «Εθισμός στη νικοτίνη» (1984), «Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο» (1985), «Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60» (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1989), «Φτερά μπεκάτσας» (1992), «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν» (1992),« Ορθοκωστά» (1994), «Πελοπόννησος. Εικόνες μύθου και ιστορίας» (1995), «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη: Βαλκανικοί – ’22» (2000), «Ημερολόγιο 1836 – 2001» (2001), «Σχισμή φωτός» (2001), «Άνθη της αβύσσου» (2008), «Κρασί και νύμφες» (2009), «Ο τελευταίος Βαρλάμης» (2010), «Ανάπλους» (2012), «Επείγουσα ανάγκη ελέου» (2015), «Ημερολόγιο της Αλοννήσου» (2017) και «Νέα Σελήνη» (2021).
Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο συγγραφέας είχε πει πως το μυθιστόρημά του «Ορθοκωστά», που προκάλεσε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 τον ξεσηκωμό της αριστερής κριτικής, έσπασε ένα μεγάλο ταμπού: την πεποίθηση ότι ο Εμφύλιος έγινε από τους μισούς κακούς Έλληνες σε βάρος των άλλων μισών καλών Ελλήνων. Ο Θ. Βαλτινός στην ίδια συνέντευξη μνημόνευε επίσης τις οφειλές του στα βιβλικά κείμενα και στο δημοτικό τραγούδι, σημειώνοντας πως η ποιητική αίσθηση την οποία αποπνέει συχνά η πεζογραφία του οφείλεται στη γοητεία την οποία του άσκησε όταν ήταν παιδί ο προφορικός λόγος κάποιων αγράμματων ανθρώπων από το κοντινό του περιβάλλον.
Η κηδεία του Θ. Βαλτινού θα γίνει το Σάββατο στο Α΄ Κοιμητήριο.
Πληροφορούμενη την απώλεια του Θανάση Βαλτινού, η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Με μεγάλη θλίψη πληροφορήθηκα την απώλεια του Θανάση Βαλτινού, η οποία αφήνει μεγάλο κενό στα Ελληνικά Γράμματα. Ο Θανάσης Βαλτινός αναδείχθηκε- και ευτύχησε να αναγνωριστεί εν ζωή- σε μια από τις μεγαλύτερες μορφές της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Το έργο του, το οποίο αντικατοπτρίζει με ενάργεια τη σπάνια αφηγηματική του δεινότητα, ακουμπά τη συλλογική μνήμη, μέσα από φαινομενικά ασήμαντες προσωπικές ιστορίες, επικυρώνοντας τη δυνατότητα του συγγραφέα να προσλαμβάνει και να αποτυπώνει καίρια ευρύτερα κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα, μέσα από τους ευρύτερους προσανατολισμούς του.
Ο Θανάσης Βαλτινός είχε την τόλμη να προσεγγίσει, όπως στην Κάθοδο των εννιά, την Ορθοκωστά και τον Τελευταίο Βαρλάμη, τραγικές περιόδους της νεότερης ιστορίας μας, πλήρως αποδεσμευμένος από στερεότυπα, ακόμη και ταμπού. Με τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, κατά κοινή ομολογία ένα από τα εμβληματικότερα έργα του, αφενός εισηγήθηκε μια ιδιότυπη όσο και πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική και, αφετέρου, μετατόπισε το βλέμμα από τη μεγάλη εικόνα της πράγματι πλούσιας σε γεγονότα, στη μικροϊστορία των αθέατων ανθρώπων που τα βίωσαν. Ενώ με το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, εκκινώντας και πάλι από την υπαρκτή προσωπική ιστορία, μας έδωσε μια σπουδαία τοιχογραφία του πρώιμου ελληνικού 20ού αιώνα. Δείγματα και μόνον ενός έργου που χαρακτηρίζεται από στερεότητα και αναδεικνύει, με το άπλωμά του σε πάνω από μισόν αιώνα, και την ίδια τη στάση του Βαλτινού απέναντι στην Τέχνη και το χρέος του συγγραφέα απέναντί της.
Ο Θανάσης Βαλτινός υπήρξε πολυδιάστατος δημιουργός, τόσο στη θεματολογία του, όσο και στις τεχνικές και το ύφος του. Κάθε του γραπτό αναδείκνυε τη συγγραφική
μαστοριά του και απαιτούσε εγρήγορση, καθώς δεν επιδεχόταν επιφανειακές αναγνώσεις. Το έργο του, από πολύ νωρίς, αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής και εμπεριστατωμένης μελέτης. Το αποτύπωμά του όμως στην πεζογραφία μας είναι βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει να είναι βαθύ και ενεργό. Έτσι θα τον κρατήσουμε στη μνήμη μας.
Στους οικείους του και τους φίλους του απευθύνω ειλικρινέστατα συλλυπητήρια.
Νάνσυ Αγγελοπούλου