Θα πληροφορηθήκατε, φαντάζομαι, την απόφαση της δικαιοσύνης να άρει το καθεστώς των προστατευομένων μαρτύρων για το σκάνδαλο Nοβάρτις… Ω, μιλ παρντόν! Η γλώττα προτρέχει της διανοίας, συγνώμη, ήθελα να πω «υπόθεση Νοβάρτις». Όχι, ακόμα καλύτερα, ήθελα να πω «σκευωρία Νοβάρτις», ναι, αυτό είναι το σωστό, σκευωρία είναι η ορθή λέξη, σκευωρία που στήθηκε από σκοτεινούς κύκλους εναντίον τιμίων πολιτικών, που πάνω απ’ όλα βάζουν το δημόσιο συμφέρον, και ιδού, κυρίες και κύριοι, η λάσπη των συκοφαντών επιστρέφει τώρα στους υπονομευτές, καθώς η υπόθεση Νοβάρτις θάπτεται επισήμως και τελεσιδίκως εντός του αρχείου, ενώ οι «μάρτυρες», εντός εισαγωγικών, θα λάβουν ό,τι τους αξίζει.
Τούτων λεχθέντων, θα ήθελα να σας μιλήσω για την κακόσημη, αρνητική, όζουσα λεξη «σκάνδαλο». Προς Θεού, να μην συσχετισθεί, παρακαλώ, με την υπόθεση Νοβάρτις, έ; Αυτό το εμπεδώσαμε, ελπίζω. Λοιπόν, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, «σκάνδαλο» είναι κάθε πράξη, γεγονός, κατάσταση, κλπ. που αντιβαίνει στις καθιερωμένες αντιλήψεις περί ηθικής, θίγει το κοινό αίσθημα ή τις ηθικές αρχές κάποιου, προκαλώντας δυσφορία και αγανάκτηση
Το σκάνδαλο είναι ένας τεχνικός όρος. Η αρχική του σημασία είναι «ξύλινο εξάρτημα παγίδας». Η «σκανδάλη» των όπλων είναι παράλληλος τύπος του σκανδάλου, που συνδέεται με το λατινικό scandere, δηλαδή «ανεβαίνω, περπατώ». Το Λεξικό λέει πως η σημερινή του σημασία «αφορμή φιλονικίας, έριδας» έχει την αφετηρία της στη χρήση της λέξης στην Καινή Διαθήκη, όπου είναι συχνή η συνεκδοχική σημασία «παγίδα, πρόσκομμα». ο Ιωάννης έγραφε: «ο αγαπών τον αδελφόν αυτού εν τω φωτί μένει, και σκάνδαλον εν αυτώ ουκ έστιν».
Το «σκάνδαλο» δίνει και το «σκανδαλίζω», δηλαδή «προκαλώ ηθικά κάποιον, συμπεριφέρομαι με τρόπο που θίγει το κοινό αίσθημα», «βάζω σε πειρασμό». Έτσι κι εγώ, μπήκα σε πειρασμό, σκανδαλίστηκα να ονομάσω «σκάνδαλο» τη σκευωρία Νοβάρτις, αλλά, ορίστε! ξαναβρήκα τα λογικά μου, ανένηψα.