Η πρόσφατη κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολά στο Λίβανο έφερε στο προσκήνιο τη λέξη «εκεχειρία». Η ιστορία της ξεκινά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Επτά, λοιπόν, μέρες πριν κι άλλες τόσες μετά την τέλεσή τους, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι σταματούσαν να αλληλοσφάζονται, ώστε οι αθλητές, απαλλαγμένοι από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, να μεταβούν με ασφάλεια στην Ολυμπία για να λάβουν μέρος στους Αγώνες, και μετά να επιστρέψουν στην πόλη τους ανενόχλητοι. Αυτή τη συμφωνία την είπαν «εκεχειρία».
Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας ορίζει τη λέξη ως την «αναστολή των εχθροπραξιών για συγκεκριμένη χρονική περίοδο βάσει αμοιβαίας συμφωνίας των εμπολέμων μερών». Η εκεχειρία, δηλαδή η ανακωχή, η κατάπαυση των εχθροπραξιών, σημαίνει συνεκδοχικά και την ίδια τη συνθήκη για την αναστολή των συγκρούσεων, πολεμικών ή πολιτικών, καθώς και την περίοδο που διαρκεί αυτή. Η λέξη παράγεται από την αρχαία φράση «έχων χείρας», με το «έχω» να σημαίνει «συγκρατώ, σταματώ».
Ας συγκρατήσουμε λοιπόν τα αρματωμένα χέρια μας, έλεγαν οι αρχαίοι, ας αποθέσουμε τα όπλα, κι ας υπηρετήσουμε το ιδεώδες του αθλητισμού, μιας προσομοίωσης πολέμου που εκτονώνει τη μαχητική ορμή: ποιος θα ρίξει πιο μακριά το ακόντιο, π.χ., χωρίς όμως κανείς να πάθει τίποτα. Κάτι που τηρήθηκε, γενικά, στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά βέβαια, όταν έληγε η εκεχειρία, οι δαφνοστεφανωμένοι αθλητές ξανάπιαναν τα όπλα τους, και περιβεβλημένοι με ένα νέο, αυξημένο κύρος, ξεκοίλιαζε ο ένας τον άλλον εν δόξη και τιμή…
Τώρα, το πόσο θα κρατήσει αυτή η εκεχειρία, που ήδη, από τη σύναψή της χαρακτηρίστηκε «εύθραυστη», είναι ένα άλλο ζήτημα. Όπως και να ‘χει, είναι μια χαραμάδα ελπίδας, μια πρώτη αχτίδα φωτός πάνω από τη Μέση Ανατολή, η οποία όμως φωτίζει την οικτρή πραγματικότητα: αυτόν τον απέραντο ερειπιώνα, στον οποίο μετέτρεψαν την Παλαιστίνη οι Ισραηλινοί.