Η γραβάτα, ο «λαιμοδέτης», είναι διακοσμητικό στοιχείο της ανδρικής κυρίως ενδυμασίας, κατά κανόνα της επίσημης, όπως ορίζει το Λεξικό τη μακρόστενη έγχρωμη λωρίδα από μετάξι, βαμβάκι ή δέρμα που τυλίγεται γύρω από το λαιμό του πουκαμίσου και δένεται με συγκεκριμένο τρόπο (κόμπος), ώστε το μεγαλύτερο τμήμα να κρέμεται κατακόρυφα μέχρι το ύψος του παντελονιού. Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό «cravatte», από τους «Cravates», δηλαδή τους Κροάτες που υπηρέτησαν στη Γαλλία συμμετέχοντας στον Τριακονταετή Πόλεμο τον 17ο αιώνα. Από τη Γαλλία η γραβάτα πέρασε στο Βέλγιο και την Ολλανδία, κι από εκεί στην Αγγλία, όπου το νέο ενδυματολογικό αξεσουάρ των κυρίων διαδόθηκε ευρύτατα στο κοινωνικό σώμα, ξεκινώντας αρχικά σαν διακριτικό γνώρισμα για τα μέλη των ιδιωτικών λεσχών και των κολεγίων.
Αν και ο λαιμοδέτης δημιουργεί μια θετική εντύπωση, υποδηλώνοντας το κύρος και την αξία του φέροντος, είναι γεγονός πως τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην νεότερη ιστορία της ανθρωπότητας, από τον 17ο αιώνα και μετά, έγιναν όχι από παραβατικούς κουκουλοφόρους, ας πούμε, αλλά από γραβατωμένους εγκληματίες του λευκού κολάρου.
Εξαιρετικοί κύριοι όλοι τους, κομψότατοι και καλοντυμένοι, με τον λαιμοδέτη τους δεμένο στην εντέλεια, κήρυξαν αιματηρούς πολέμους, έκαναν γενοκτονίες, πυροδότησαν όπλα μαζικής καταστροφής, διέπραξαν παγκόσμιους οικονομικούς πολέμους καταληστεύοντας τον πλούτο των εθνών και βίασαν κατ’εξακολούθηση το φυσικό περιβάλλον, πάντα όμως με τη γραβάτα τους άψογη, για να εκπέμπουν αυτό το κάλπικο κύρος, ώστε να τους βλέπουν οι αφελείς και να ψαρώνουν, και να τους προσκυνούν καθώς αλλοίωναν τα πραγματικά χαρακτηριστικά του πνεύματος και της ψυχής τους με μια ωραία γραβάτα.
Μια γραβάτα που δείχνει, σαν οδικό σήμα, σαν βέλος, προς τον καβάλο τους, την περιοχή δηλαδή όπου έχουν γραμμένη τη δικαιοσύνη, το μέτρο, την υπευθυνότητα και τη δημοκρατία.