Συμβαίνει τώρα

«Εκείνοι που δεν έφυγαν» της Αταλάντης Ευριπίδου

«Έκλεισε τα μάτια κι ανάσανε ένα συνονθύλευμα από αμαρτήματα και ιστούς, ωδίνες και προγονικά πνεύματα -πνεύματα που είχε προδώσει μία φορά πριν φύγει κι άλλη μία φεύγοντας (σ. 125)».

Επτά ιστορίες όπου κυριαρχεί το παράδοξο σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ή αλλιώς όπου η σκληρή πραγματικότητα μεταμφιέζεται πολλές φορές με τον μανδύα του υπερφυσικού. Ένας δήμιος παλεύει να λύσει την κατάρα που τον κυνηγάει, μια γυναίκα στοιχειώνεται από το φάντασμα του συζύγου της χρόνια μετά τον θάνατό του και ένας νεαρός Κλέφτης κάνει τα πάντα για να σώσει τον αγαπημένο του Καπετάνιο. Τα ψέματα μιας μητέρας εκπληρώνονται στην πραγματικότητα, ενώ οι δρόμοι ζωντανεύουν και αφήνουν πίσω τους αμέτρητους νεκρούς την περίοδο της Κατοχής. Ένας απαγορευμένος έρωτας τελειώνει τραγικά και η μυστηριώδης εξαφάνιση έντεκα φοιτητών στερεί ολότελα τη χαρά από μια ολόκληρη γενιά.

Επτά ιστορίες με ταλαιπωρημένους, κυνηγημένους και λαβωμένους πρωταγωνιστές σε δύσκολες περιόδους, από το πιο μακρινό μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, επηρεασμένους κάθε φορά από την εποχή και την Ιστορία. Άνθρωποι που αναζητούν την αγάπη σε συνθήκες απαγορευτικές για τον έρωτα ή τη συμπόνοια. Με γλώσσα ταιριαστή στις διαφορετικές περιόδους, η Αταλάντη Ευριπίδου στην πρώτη της συλλογή διηγημάτων μιλάει για τα άτομα που ποτέ δεν έφυγαν, αν και δεν ήταν ποτέ ορατά. Και για το ότι κάθε εποχή είναι δύσκολη όταν τη ζεις. Η δυστοπία ανήκει στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

«Ο δρόμος τεντώθηκε βαριεστημένα και ξύπνησε μ’ έναν ανασασμό βαθύ. Είχε δίκιο η Ρόζα: ήταν πανέμορφος. Δεν φόραγε σοκάκι, ούτε είχε μαλλιά από φλούδια. Ο δικός μας ο δρόμος είχε κορμί δυο μέτρα, από μπετό, τρίμματα από παστέλι, αφίσες και συνθήματα. Έμοιαζε με γυναίκα. Τα μακριά μαλλιά της ήταν καπνός κι αποτσίγαρα, και φόραγε κάτι σαν κράνος στο κεφάλι. Ένα δόρυ από σκουπίδια με τσίγκινη αιχμή σχηματίστηκε στο χέρι της, μια κουκουβάγια από κουρέλια ήρθε και στάθηκε στον ώμο της. Οι Γερμανοί ούρλιαξαν κι άρχισαν να τρέχουν. Είχαν την πολυτέλεια να φωνάζουν, δεν θα τους πυροβολούσε κανείς για το κέφι του μέρα-μεσημέρι επειδή έκαναν θόρυβο. Ο δρόμος σήκωσε το δόρυ και το ’στειλε ξοπίσω τους, με το πουλί ν’ ακολουθεί. Δεν είδαμε τι έγινε, γιατί είχαν ήδη προλάβει να στρίψουν οι φαντάροι, όμως μετά από λίγο πάψαν οι φωνές τους. Η γκρίζα γυναίκα έλιωσε, το έδαφος τη ρούφηξε σαν σπόγγος. Σε λιγότερο από δύο λεπτά, το μόνο που ’χε απομείνει από δαύτην ήταν η μυρωδιά του τσιγάρου (σσ. 118-119)».

Η συλλογή διηγημάτων «Εκείνοι που δεν έφυγαν» της Αταλάντης Ευριπίδου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Κώστας Μοστράτος

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ