Συμβαίνει τώρα

Πάω κουβά

Προσφάτως αντάλλαξαν βαριές κουβέντες δύο οργίλες πολιτικές προσωπικότητες, αντίπαλοι ιδεολογικώς, αλλά με παρόμοια δημόσια συμπεριφορά, που αν τη χαρακτήριζες «αμετροεπή» λίγα θα ‘λεγες. Ο ένας είχε κατηγορήσει τον άλλο για διαφθορά, οπότε αυτός του απάντησε πως οι καταγγελίες του «πήγαν κουβά», κάτι που δεν πτόησε τον καταγγέλοντα, που είπε τον ομόλογό του «λαδέμπορα».
Ναι, ασφαλώς και δεν θα μπω στην ουσία της διαφωνίας τους, και θα αφήσω τα δύο κοσμήματα του κοινοβουλίου να τα βρουν, ή να τα σπάσουν μεταξύ τους, έτσι, λαϊκά, ντόμπρα και αντρίστικα. Απλώς νιώθω την υποχρέωση να πω πέντε πράγματα για την παραστατική έκφραση «πάω κουβά».

Ο κουβάς, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, από το τουρκικό kova, είναι το κυλινδρικό δοχείο με στενότερη βάση και φαρδύτερο χείλος, με χερούλι, που χρησιμεύει για την άντληση και τη μεταφορά υγρών. Συνώνυμα, ο κάδος και το μαστέλο. Κουβάς επίσης είναι, σκωπτικά, το μικρό αυτοκίνητο, κι εδώ τελειώνει το λήμμα.

Όμως, κουβάς είναι και το δοχείο απορριμμάτων, ή το σκεύος που περιέχει βρομόνερα, όπως ο κουβάς του σφουγγαρίσματος. Οπότε, «πάω κουβά» σημαίνει πως με ρίχνουν στα σκουπίδια, με απορρίπτουν, με απαξιώνουν, πως χάνομαι. Στη σλανγκ, όταν λέμε πως κάποιος είναι στον κουβά, εννοούμε πως απέτυχε στη ζωή του, πως φυτοζωεί. Επίσης, ένα χαμένο στοίχημα λέμε πως έχει «πάει κουβά», οπότε, συνεκδοχικά, μια καταγγελία που δεν οδήγησε πουθενά, που γειώθηκε, που μπήκε στο αρχείο, «πήγε κουβά».

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι τόσο οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ των δυο λαμπρών πολιτικών που έχουν πάει κουβά, όσο η ποιότητα του πολιτικού διαλόγου γενικότερα. Θα ήταν καλύτερα για όλους, εάν αυτοί οι δύο τσαμπουκαλεμένοι τύποι, νυν και πρώην υπουργοί παρακαλώ, πιάνονταν χεράκι χεράκι, και πήγαιναν να παίξουν με τα κουβαδάκια τους σε άλλη παραλία.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ