Πρόσφατα, διαβόητος δημοσιογράφος, που τη δουλικότητά του προς το Καθεστώς συναγωνίζεται μόνο η αμετροέπειά του και το στόμα του το απύλωτο, αναφέρθηκε δημοσίως στην Παλαιστινιακή σημαία ως «πατσαβούρα», αναγκάζοντάς με να ασχοληθώ με μια πραγματικά κακόηχη και κακόσημη λέξη.
Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως «πατσαβούρα» είναι το κουρέλι που χρησιμοποιείται για καθάρισμα ή ξεσκόνισμα, και κατ’ επέκταση κάθε βρόμικο και κουρελιασμένο ύφασμα. Επίσης, η λέξη εκφέρεται υβριστικά για να χαρακτηρίσει μια γυναίκα χωρίς αξιοπρέπεια, ή πολύ άσχημη. Εδώ ο λεξικογράφος είναι πολύ ήπιος, μιας και στο σάιτ slang.gr η λέξη «πατσαβούρα» φιγουράρει ως μία από τις χειρότερες, τις πιο άθλιες βρισιές που μπορεί κάποιος να πει για μια γυναίκα. Ασφαλώς και δεν θα πω τα συνώνυμά της, που αναφέρει η ιστοσελίδα – το πιο αθώο από αυτά είναι το «μπάζο».
Η λέξη «πατσαβούρα» ετυμολογείται από τον βενετικό όρο spazza(d)ura, από το ρήμα spazzare, δηλαδή «σκουπίζω, καθαρίζω», με αρχική σημασία «αδειάζω, κενώνω». Το καταπληκτικό είναι ότι αυτό το ρήμα προέρχεται από το λατινικό spatium, που είναι ο χώρος, το διάστημα – «space», στα αγγλικά.
«Πατσαβούρα» όμως είναι κι εκείνο το κακής ποιότητας έντυπο, λέει το Λεξικό, με προσβλητικά και χυδαία κείμενα, η φυλλάδα, ή, παραστατικότερα, η παλιοφυλλάδα. Όμως, αυτός ο ορισμός μας ξαναγυρίζει στον συνάδελφο, ή μάλλον στον πληνάδελφο δημοσιογράφο, του οποίου τα προϊόντα της πνευματικής ακράτειας από την οποία υποφέρει, τα τωρινά και τα προηγούμενα, θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα σωρό παλιοφυλλάδες, ένα ολόκληρο σύμπαν, ένα αχανές διάστημα από πατσαβούρες, ένα spatium από spazzadure.