Συμβαίνει τώρα

Η  Ελλάδα στη σκιά της ισραηλινοϊρανικής σύγκρουσης και η νέα  «σκακιέρα» της Μέσης Ανατολής

Σε επικίνδυνη τροχιά κλιμάκωσης εισέρχεται η Μέση Ανατολή, καθώς Ισραήλ και Ιράν ανταλλάσσουν τα πιο σφοδρά στρατιωτικά πλήγματα των τελευταίων δεκαετιών. Το Τελ Αβίβ εξαπέλυσε εκτεταμένες αεροπορικές επιδρομές κατά στρατιωτικών και πυρηνικών υποδομών στο Ιράν, πλήττοντας,  μεταξύ άλλων,  εγκαταστάσεις καυσίμων και το υπουργείο Άμυνας στην Τεχεράνη. Το Ιράν απάντησε με βαλλιστικούς πυραύλους προς το βόρειο Ισραήλ, αγνοώντας,  όπως και το Ισραήλ,  τις διεθνείς εκκλήσεις για αποκλιμάκωση. Η σύγκρουση βαθαίνει και απειλεί πλέον να λάβει χαρακτήρα περιφερειακού πολέμου, με ανυπολόγιστες γεωπολιτικές συνέπειες. Η αναμέτρηση Ισραήλ–Ιράν δεν βρίσκεται πλέον στη σφαίρα των προβλέψεων, αλλά στο πεδίο εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων.  Είναι σε πλήρη εξέλιξη μια  πραγματική περιφερειακή στρατιωτική σύγκρουση, όπου η στρατιωτική τεχνολογία αιχμής, η τακτική, η προπαγάνδα και η γεωστρατηγική διαπλέκονται επικίνδυνα. Το «άτρωτο» Iron Dome, η ισραηλινή αεράμυνα, όπως διαφημιζόταν,  φαίνεται ότι δοκιμάζεται από τα drones και βαλλιστικούς πυραύλους του Ιράν,  αποκαλύπτοντας το όριο κάθε τεχνολογικής υπεροχής στον τομέα της αεράμυνας, όταν δέχεται  μια καλά σχεδιασμένη επίθεση με το δόγμα του κορεσμού ή της «πύκνωσης» των  πυραυλικών μέσων. Την ανάγκη να υπάρξει αποκλιμάκωση της κρίσης του Ισραήλ με το Ιράν, επισήμανε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ Β. Νετανιάχου. Ωστόσο,  ο πρωθυπουργός αναγνώρισε ότι το Ιράν δεν πρέπει να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο και  υπογράμμισε,  ότι η λύση βρίσκεται στη διπλωματία κι ότι το τελευταίο που χρειάζεται η περιοχή είναι νέα μέτωπα ανάφλεξης.

Από γεωστρατηγικής σκοπιάς, ο εν εξελίξει πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιράν δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια “μακρινή” σύρραξη, εκτός ελληνικού πεδίου ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, η σταδιακή ανάφλεξη της Μέσης Ανατολής επηρεάζει άμεσα τον ρόλο της Ελλάδας ως πυλώνα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και ως κράτους με αναβαθμισμένες στρατηγικές σχέσεις τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με το Ισραήλ. Η  Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μένει αμέτοχη ή προβλέψιμη. Ο πόλεμος Ισραήλ–Ιράν, η ανάδυση του κουρδικού ζητήματος, η ραγδαία μεταστροφή της Σαουδικής Αραβίας και η στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας υπό αμερικανική ανοχή, διαμορφώνουν μια νέα γεωπολιτική αρχιτεκτονική που μετατοπίζει ισορροπίες δεκαετιών. Μέσα σε αυτή τη ρευστή πραγματικότητα, η Αθήνα καλείται να κινηθεί με αποφασιστικότητα αλλά και στρατηγική σύνεση: να ενισχύσει τις συμμαχίες της, χωρίς να εκχωρήσει την κυριαρχία της.

Από στρατιωτικής απόψεως και σύμφωνα πάντα με τις αναλύσεις των δεδομένων, η εικόνα που προκύπτει είναι , κατά προσέγγιση , η εξής:

Η  ισραηλινή αεροπορία  χρησιμοποίησε stealth μαχητικά F-35I “Adir” , F‑16, F‑15  με ακρίβεια και ηλεκτρονική υποστήριξη, εξουδετέρωσαν την ιρανική αεράμυνα για επιθέσεις σε βάθος εντός ιρανικού εδάφους, πλήττοντας κρίσιμες εγκαταστάσεις του πυρηνικού και βαλλιστικού προγράμματος του Ιράν. Παρά τη δραστηριοποίηση της ιρανικής αεράμυνας, η διείσδυση των ισραηλινών ήταν επιτυχής. Το αποτέλεσμα  εγείρει ερωτήματα για τη μαχητική ικανότητα του ιρανικού αντιαεροπορικού δικτύου που αποτελείται , κυρίως με ρωσικά  S-300, τα ραντάρ Bavar-373 και τους ρωσικούς   Tor-M1.

Από την πλευρά του, το Ιράν απάντησε με «πυκνή» πυραυλική επίθεση που συνδύασε drones Shahed-136, πυραύλους τύπου Fateh-110 και Sejjil. Εκτιμάται ότι Ιράν «έστειλε» στο Ισραήλ, πάνω από 200 βαλλιστικά, συμπεριλαμβανομένων σύγχρονων τύπων Haj Qassem, Kheibar Shekan, Emad.

Παρά το πολυεπίπεδο αμερικανο-ισραηλινό σύστημα (Iron Dome, David’s Sling, Arrow, ενισχυμένο με Patriot από ΗΠΑ και Μ.Βρετανία), αρκετοί  ιρανικοί πύραυλοι κατάφεραν να διαπεράσουν τα πλέγματα και να πλήξουν στόχους εντός της επικράτειας του Ισραήλ.

Το Ιράν ,  απειλεί ότι θα κλείσει τα στενά του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο. Αν το Θεοκρατικό σιιτικό καθεστώς της Τεχεράνης, υλοποιήσει την απειλή του, τότε, πιθανόν να προκληθεί παγκόσμια ενεργειακή κρίση. Από τα Στενά του Ορμούζ διέρχεται το 20% του παγκόσμιου πετρελαίου. Κλείσιμο των Στενών,  θα οδηγούσε σε ενεργειακό σοκ, εκτίναξη τιμών, πληθωρισμό και ύφεση από την Ασία ως την Ευρώπη. Η στρατιωτική απάντηση θα ήταν αναπόφευκτη: ΗΠΑ, Βρετανία και σύμμαχοι θα επιδιώξουν με ναυτική ισχύ να αποκαταστήσουν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα, με υψηλό κίνδυνο γενικευμένης στρατιωτικής σύρραξης στον Κόλπο και απρόβλεπτη γεωστρατηγική κλιμάκωση. Μια σιωπηλή αλλά τρομακτική πραγματικότητα ελλοχεύει στο παρασκήνιο: Ισραήλ, Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία και Βρετανία διαθέτουν τακτικά πυρηνικά όπλα νέας γενιάς (κινητά, χαμηλής ισχύος, σχεδιασμένα για περιορισμένη χρήση στο πεδίο μάχης). Αντιθέτως, το Ιράν δεν διαθέτει ακόμη πυρηνικά όπλα... Πάντως, όταν φλέγεται η Μέση Ανατολή,  βρυχάται η Ανατολική Ευρώπη και πλανάται η πυρηνική απειλή, τότε, η στρατηγική αβεβαιότητα γίνεται παγκόσμια απειλή.

Από την πλευρά της γεωπολιτικής και των διεθνών σχέσεων, η  πυραυλική σύγκρουση Ιράν–Ισραήλ δεν είναι μόνο η πιο ευθεία στρατιωτική αναμέτρηση μεταξύ των δύο κρατών. Είναι προεικόνιση μιας νέας φάσης στη διεθνή πολιτική, όπου αναδύονται νέες ισορροπίες και απειλούνται σταθερές δεκαετιών.

Ρωσία, Κίνα και Τουρκία, αν και δεν συγκροτούν ενιαίο άξονα, εκμεταλλεύονται την κρίση για να αποδυναμώσουν τη δυτική επιρροή, ενισχύοντας τις δικές τους σφαίρες επιρροής. Η Μόσχα στηρίζει διακριτικά την Τεχεράνη, ώστε να παραμείνει σύμμαχός της στον Νότιο Καύκασο και στη Συρία. Το Πεκίνο, επενδύοντας στην ενεργειακή σταθερότητα, επιδιώκει να διατηρήσει πρόσβαση και στα δύο στρατόπεδα. Η Άγκυρα παίζει διπλό παιχνίδι: ρητορική υπέρ των Παλαιστινίων, επιχειρησιακές γέφυρες με το Ισραήλ, αλλά και μετωπική σύγκρουση Ερντογάν – Νεταχιάχου. Με αιχμή την διπλωματία των εξοπλισμών, η Τουρκία έχει από καλές, πολύ καλές μέχρι ανεκτές σχέσεις ταυτόχρονα, με Ρωσία, ΗΠΑ, Ιράν, Συρία  και Γερμανία.

Το διακύβευμα ξεπερνά τη Μέση Ανατολή. Η αποδυνάμωση του αμερικανικού κύρους και η δοκιμασία του Ισραηλινού αμυντικού θώρακα (παρά τη συνεργασία με ΗΠΑ–Βρετανία) ενισχύουν το αφήγημα των αναθεωρητικών δυνάμεων. Η Μέση Ανατολή δεν είναι πια «πίσω αυλή» της Δύσης.

Για την Ελλάδα, η στροφή αυτή είναι κρίσιμη. Η χώρα μας έχει υπογράψει Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας με το Ισραήλ και συμμετέχει ενεργά σε περιφερειακά σχήματα (EastMed, τριμερής με Κύπρο–Ισραήλ). Παράλληλα, όμως, βρίσκεται αντιμέτωπη με την τουρκική νεο-οθωμανική προβολή ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο,  που εκμεταλλεύεται τις ρωγμές της Δυτικής συμμαχίας.

Η Αθήνα καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη διατλαντική της ταυτότητα και τη γεωστρατηγική ωρίμανση της Ανατολικής Μεσογείου. Η σιωπή ή η ουδετερότητα σε μια σύγκρουση τέτοιας σημασίας δεν είναι ουδέτερη στάση. Είναι πολιτική επιλογή με κόστος. Η γεωστρατηγική αδράνεια δεν είναι επιλογή. Είναι ρίσκο υπαρξιακό.

Η πορεία των ελληνοϊρανικών σχέσεων (1990–σήμερα)

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως και τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η Ελλάδα και το Ιράν διατήρησαν σχέσεις φιλίας και εποικοδομητικής συνεργασίας σε τομείς όπως η ενέργεια, το εμπόριο, ο πολιτισμός και οι διπλωματικές ανταλλαγές. Πριν από 26 χρόνια, τον Ιούνιο του 1999, συμμετείχα στην δημοσιογραφική ομάδα (διαπιστευμένοι στρατιωτικοί συντάκτες), ενταγμένη στην  αποστολή του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, στην επίσημη επίσκεψη του Έλληνα Υπουργού Άμυνας στην Τεχεράνη. Τον Ιούνιο του 1999, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας, Άκης Τσοχατζόπουλος, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Τεχεράνη, κατόπιν πρόσκλησης του Ιρανού ομολόγου του, Αλί Σαμχανί. Η επίσκεψη αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς ήταν η πρώτη φορά μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 που υπουργός Άμυνας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισκέφθηκε επίσημα το Ιράν. Στο πλαίσιο της επίσκεψης, ο Α. Τσοχατζόπουλος συναντήθηκε με ανώτατα στελέχη της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας, ενώ έλαβε και ξεχωριστές συναντήσεις με τον τότε Πρόεδρο της Ισλαμικής Δημοκρατίας, Μοχαμάντ Χαταμί, καθώς και με τον Πρόεδρο του κοινοβουλίου, Αλί Αχμπάρ Νατέκ Νουρί. Με εντυπωσίασε, ο σεβασμός και ο θαυμασμός των Ιρανών αξιωματούχων προς την Ελλάδα , τον ελληνικό πολιτισμό και ειδικά στον Αριστοτέλη. Στο επίσημο Γεύμα, ο Υπουργός Άμυνας του Ιράν, ξεκίνησε την ομιλία του (καλωσόρισμα) με ένα απόφθεγμα του Αριστοτέλη στα αρχαία Ελληνικά, «πόλεμος γαρ σχολείον αρετής εστί” (Ο πόλεμος είναι το σχολείο της αρετής)! Οι Ιρανοί  μας ξενάγησαν και στην αρχαία Περσέπολη, την πρωτεύουσα της δυναστείας των Αχαιμενιδών.   Την πόλη που το  331 π.Χ., κατέλαβε ο Μέγας Αλέξανδρος , αφού προηγουμένως, μέσω της Βασιλικής Οδού, ο Μ. Αλέξανδρος κατέλαβε τις Περσικές Πύλες και έπειτα στράφηκε προς την πρωτεύουσα, όπως μας εξήγησε ο Ιρανός ξεναγός. (σ.σ. εκτενή ρεπορτάζ μετέδωσα ως απεσταλμένος του Ρ/Σ ΑΘΗΝΑ 984 από την Τεχεράνη, σε ενημερωτικές εκπομπές και στο Κεντρικό Δελτίο Ειδήσεων του δημοτικού ραδιοφωνικού σταθμού της Πρωτεύουσας).

Τον Οκτώβριο του 1999, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Ιράν, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση του προέδρου Χαταμί. Αυτή η επίσκεψη ενίσχυσε περαιτέρω το διμερή διάλογο και τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών, υπογραμμίζοντας τη σημασία της συνεργασίας στον τομέα της διπλωματίας και της πολιτικής. Ο Πρόεδρος Κ. Στεφανόπουλος εκτός από τον ομόλογό του, συνάντησε και τον θρησκευτικό ηγέτη της Ισλαμικής Επανάστασης Αγιατολάχ Αλί Χαμενεϊ. Οι επισκέψεις αυτές αποτέλεσαν ορόσημο στην ανάπτυξη των ελληνο-ιρανικών σχέσεων, ιδιαίτερα στον τομέα της άμυνας και της πολιτικής συνεργασίας. Σε μία περίοδο που το Ιράν προσπαθούσε να αναβαθμίσει τη διεθνή του θέση μετά τις δεκαετίες απομόνωσης, η Ελλάδα ανέλαβε ρόλο γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ του Ιράν και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενισχύοντας τη θέση της ως στρατηγικός εταίρος στην περιοχή. Μετά, από το 2008,  οι ελληνοιρανικές σχέσεις «χάλασαν» ειδικά αφότου η Ελλάδα στράφηκε προς το Ισραήλ με κορυφαία την πολύ ισχυρή και δεσμευτική ελληνοισραηλινή στρατιωτική συμφωνία.

Η στρατηγική σχέση της Ελλάδας με το Ισραήλ

 Η στρατηγική προσέγγιση με το Ισραήλ, η οποία ξεκίνησε  επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου (2010) και εδραιώθηκε θεσμικά επί Α. Σαμαρά και Α. Τσίπρα, με κορύφωση τη Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας–Ισραήλ, άλλαξε το γεωπολιτικό αποτύπωμα της χώρας. Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, η διαλειτουργικότητα μεταξύ Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας και Ισραήλ και η ανάπτυξη συνεργασιών στον τομέα της ασφάλειας (όπως το Κέντρο Εκπαίδευσης Πτήσεων στην Καλαμάτα από την ιδιωτική ισραηλινή εταιρεία Elbit) επιβεβαίωσαν την είσοδο της Ελλάδας στον στρατηγικό άξονα Ισραήλ–Κύπρου–ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Για την Τεχεράνη, η στρατηγική σύμπλευση της Ελλάδας με το Ισραήλ —τον βασικό γεωπολιτικό της αντίπαλο στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή,  ερμηνεύτηκε ως de facto εχθρική στάση. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας–Ιράν πέρασαν σε φάση αδράνειας και ενίοτε ψυχρότητας.  Συνεπώς,  η γεωστρατηγική ουδετερότητα της Ελλάδας είναι  πλέον μη βιώσιμη.

Η ελληνική κυβέρνηση,  επιδιώκει να διαφυλάξει την  στρατηγική εταιρική σχέση με το Ισραήλ ,  μια σχέση που έχει οικοδομηθεί σταδιακά την τελευταία δεκαετία και περιλαμβάνει κοινές αμυντικές ασκήσεις, ενεργειακές συνέργειες και τεχνολογική συνεργασία. Όμως, στο νέο πλαίσιο της ευρύτερης σύγκρουσης Ισραήλ–Ιράν και υπό τον αναδυόμενο αναθεωρητισμό των ΗΠΑ στην περιοχή, τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα: μέχρι πού μπορεί να φτάσει η στήριξη της Αθήνας στην κυβέρνηση Νετανιάχου χωρίς να υπονομεύσει τη δική της στρατηγική αυτονομία;

Η διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής έχει και μία ακόμη διάσταση που δεν μπορεί να αγνοηθεί: την Τουρκία. Αν η Τεχεράνη αποδυναμωθεί σοβαρά, ενδεχομένως οι Ηνωμένες Πολιτείες, στο πλαίσιο του δόγματος Τραμπ για «διατήρηση επιρροής με χαμηλό στρατιωτικό αποτύπωμα»,  να επιτρέψουν στην Άγκυρα να καλύψει το γεωπολιτικό κενό. Παρά την εχθρική ρητορική και τις αντιπαραθέσεις του Ερντογάν με το Τελ Αβίβ, η Ουάσιγκτον ενδέχεται να ανεχθεί έναν μεγαλύτερο ρόλο της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, ιδίως αν αυτό εξυπηρετεί τον έλεγχο της ροής ενέργειας και της περιφερειακής ασφάλειας χωρίς άμεση αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή. Σε αυτόν τον Στρατηγικό σχεδιασμό, πιθανόν να ενταχθεί και πρωτοβουλία της αμερικανικής διπλωματίας, για αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με ότι αυτό συνεπάγεται για τα  συμφέροντα και κατοχυρωμένα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.

Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Μια αναβάθμιση του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας, με ανοχή των ΗΠΑ, θα επηρεάσει άμεσα τις ισορροπίες στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο,  ενδεχομένως σε  βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αστάθειας, επανασυσπείρωσης αξόνων και απρόβλεπτων ανατροπών, η Ελλάδα καλείται να χαράξει εθνική στρατηγική με ψυχραιμία, βάθος και προνοητικότητα. Όμως η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: το γεωπολιτικό πεδίο της Μέσης Ανατολής μοιάζει όλο και περισσότερο με «κινούμενη άμμο», και η αμερικανική διπλωματία υπό το δόγμα Τραμπ «πάμε και βλέπουμε» ή «do it and deal with the consequences later» ( κάν’το και αντιμετώπισε τις συνέπειες αργότερα),  καθιστά τον σχεδιασμό ιδιαίτερα δύσκολο για κράτη όπως η Ελλάδα, που έχουν ανάγκη από σταθερότητα και προβλεψιμότητα.  Σε μια εποχή ρευστών ευθυγραμμίσεων, η εξωτερική πολιτική απαιτεί πολυπρισματική στρατηγική και όχι δόγματα μονοδιάστατης πρόσδεσης.

                                           Χρήστος Καπούτσης

 

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ