back to top
22.6 C
Athens
Τρίτη, 8 Οκτωβρίου, 2024

22.6 C
Athens
Τρίτη, 8 Οκτωβρίου, 2024

Είδαμε τη “Μήδεια” του Σάιμον Στόουν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Διαβάστε επίσης

Τα θεατρικά έργα τα διαβάζουμε πάντα σήμερα. Είτε γράφτηκαν το 1879 (Κουκλόσπιτο, Ίψεν), είτε το 431π.Χ. (Μήδεια, Ευριπίδη), είτε ακόμη και το 2021. Και δεν πρόκειται για καμία ιδιαίτερη φιλοσοφία. Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Είμαστε μέρη μιας συγκεκριμένης πολιτικοκοινωνικής στιγμής της ιστορίας, και ως τέτοιοι υπάρχουμε, έναντι των κειμένων και του θεάτρου. Οπότε αυτή η σύγχρονη αγωνία να βρεθούν αναλογίες, συσχετισμοί και προβολές των κείμενων,(κυρίως των τραγικών αλλά όχι μόνο), με το τώρα είναι μάλλον ανυπόστατη, ή τουλάχιστόν μάταιη ή και ακόμη άσκοπη.

Ο 40χρονος Αυστραλός σκηνοθέτης, Σάιμον Στόουν, παρουσιάσε την δική του “Μήδεια” στο Θέατρο Παλλάς, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Χρησιμοποίησε ως προμετωπίδα το ερώτημα “Και αν η Μήδεια ζούσε σήμερα;” και πήρε αφορμή από την αληθινή ιστορία μιας ψυχικά ασθενούς γυναίκας από το Κάνσας, που σκότωσε τα δύο από τρία παιδιά της. Το κείμενο προέκυψε στις πρόβες, σε μια αυτοσχεδιαστική δημιουργική διαδικασία με τους ηθοποιούς. Στην πραγματικότητα αυτή είναι μια παράσταση που πρώτοανέβηκε το 2014.

Σε ένα κατάλευκο φωτεινό σκηνικό σύμπαν, που το βίωσα ως μια αναλογία της Green Screen, και με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, οι ηθοποιοί μοιράζουν την υποκριτική τους μεταξύ σκηνής και οθόνης, αληθινού και αναπαραγόμενου, ολόκληρου και αποσπασματικού. Μια τεράστια οθόνη σε όλο το πάνω μέρος του προσκηνίου, προβάλει, με μια έξυπνη και ενδιαφέρουσα ομολογουμένως χρήση του βίντεο, ότι συμβαίνει στη σκηνή. Μια αναμέτρηση αναπαράστασης και αποτύπωσης, ψηφιακού και αναλογικού. Ένα σύγχρονο ερώτημα που συνεχίζει να ζητάει απάντηση.

Ωστόσο συνολικά, το αποτέλεσμα είναι δυσανάλογο. Αποστειρωμένο, ασφυκτικό και εν τέλει τηλεοπτικό. Το κείμενο επίπεδο, οι διάλογοι περιγραφικοί αλλά κυρίως ανύπαρκτες αναπαραστασιακές σχέσεις. Παρόλο που ο σκηνοθέτης προσπάθησε να διατηρήσει ισορροπία μεταξύ οθόνης και σκηνής, το αποτέλεσμα ήταν πάντα εμπροσθοβαρές. Η βαρύτητα δινόταν κυρίως στα πλάνα, αυτό που συνέβαινε στην σκηνή εξυπηρετούσε την οθόνη, και όχι το αντίθετο. Αυτό είχε και ως ένα βαθμό επίπτωση στους ηθοποιούς, οι οποίοι αναγκασμένοι να εξυπηρετήσουν δύο διαφορετικά συστήματα υποκριτικής, “στέγνωναν” τις μεταξύ τους σχέσεις.

Τέλος και κυρίως δεν έπρεπε, πιστεύω, να υπάρχει στην εξίσωση της δραματουργίας, καθόλου η παράμετρος της ψυχικής ασθενείας. Η “Μήδεια” δεν πρόκειται περί αυτού. Τουναντίον πρόκειται περί του αντίθετου. Η Μήδεια δολοφονεί τα παιδιά της ως μια απόλυτα συνειδητή επιλογή, ως αποτέλεσμα όχι ενός κλονισμένου φαντασιακού, αλλά ενός ανθρώπου κοινωνικά απελπισμένου και αποκλεισμένου, που προτάσσει το “εγώ” του, ως μέγιστο εργαλείο επιβίωσης. Η Μήδεια του Ευριπίδη δεν πεθαίνει, δεν αυτοκτονεί. “Εξυψώνεται” (εντάξει αυτό χωράει κουβέντα) από τον θεό Ήλιο. Ζει. Και αυτό είναι, που την μετατρέπει σε ηρωίδα τραγική. Αλλιώς είναι “απλώς η Άννα από το Κάνσας”*.

Βάσια Μπακετέα

*Από το κείμενο του Απόστολου Λακασά “Η Άννα από το Κάνσας στον «ρόλο» μιας επιφανειακής Μήδειας”

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
ΑΘΗΝΑ +

Συμβαίνει στην Αθήνα