Σοκ και θλίψη στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς, ο σκληρός με τη μεγάλη καρδιά, πέθανε από λευχαιμία σε κλινική της Ρώμης σε ηλικία 53 ετών.
Ο πρώην προπονητής της Μπολόνια είχε ανακοινώσει ότι έπασχε από τη νόσο σε συνέντευξη Τύπου στις 13 Ιουλίου 2019: «Έχω λευχαιμία, αλλά θα τη νικήσω παίζοντας επίθεση».
Στις 29 Οκτωβρίου 2019 έκανε μεταμόσχευση μυελού των οστών στο “Sant’Orsola” στην Μπολόνια, στις 22 Νοεμβρίου παραιτήθηκε από την τεχνική ηγεσία της Μπολόνια, ενώ στις αρχές του 2022 επέστρεψε ξανά ο εφιάλτης.
Σήμερα εκδόθηκε η ανακοίνωση της οικογένειας που έσβησε και την τελευταία ελπίδα:
«Η σύζυγός του Αριάννα, με τα παιδιά τους Βικτορίγια, Μίροσλαβ, Ντούσαν και Νίκολας, την εγγονή τους Βιολάντε, τη μητέρα του Βικτορίγια και τον αδερφό του Ντράζεν, με πόνο ανακοινώνουν τον άδικο και πρόωρο θάνατο του συζύγου, πατέρα, γιου και υποδειγματικού αδερφού, Σίνισα Μιχαΐλοβιτς. Ένας μοναδικός άνθρωπος, ένας εξαιρετικός επαγγελματίας, διαθέσιμος και καλός σε όλους. Πάλεψε με θάρρος ενάντια σε μια φρικτή ασθένεια. Ευχαριστούμε τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που τον ακολούθησαν όλα αυτά τα χρόνια, με αγάπη και σεβασμός. Ο Σίνισα θα παραμένει πάντα μαζί μας. Ζωντανός με όλη την αγάπη που μας έχει δώσει».
Ο Μιχαΐλοβιτς ξεκίνησε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής στην πατρίδα του, στην τότε Γιουγκοσλαβία. Γιος μητέρας από την Κροατία και πατέρα από τη Σερβία, γεννήθηκε στο Βούκοβαρ, αλλά μεγάλωσε στο κοντινό Μπόροβο, όπου έκανε τα πρώτα βήματά του ως παίκτης, πριν μετακομίσει στη Βοϊβοντίνα. Το 1990 έκανε το μεγάλο «άλμα» για τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου, μαζί με τους Σαβίτσεβιτς, Προσινέτσκι, Στογιάνοβιτς, Γιούγκοβιτς, με τους οποίους κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, επικρατώντας της Μαρσέιγ στον τελικό στο «Σαν Νίκολα» του Μπάρι.
«Μετακόμισε» στην Ιταλία το 1992, υπογράφοντας στη Ρόμα. Η Ιταλία έγινε η δεύτερη πατρίδα του, αφού μετά τους «τζιαλορόσι», ακολούθησαν Σαμπντόρια, Λάτσιο και Ίντερ. Πάντα κερδίζοντας κάτι ή αφήνοντας το σημάδι του ούτως ή άλλως. Αποσύρθηκε το 2006. Σκόραρε 69 γκολ και είχε 55 ασίστ σε 455 αγώνες.
Το παλμαρέ του εντυπωσιακό: 3 εθνικοί τίτλοι με τη Βοϊβοντίνα (1989) και τον Ερυθρό Αστέρα (1991 και 1992), δύο πρωταθλήματα με τη Λάτσιο (2000) και την Ίντερ (2006), 4 Κύπελλα Ιταλίας με τη Λάτσιο (2000 και 2004) και την Ίντερ (2005 και 2006), 3 Σούπερ Καπ Ιταλίας με τη Λάτσιο (1998 και 2000) και Ίντερ (2005). Με τον Ερυθρό Αστέρα, εκτός από το Κύπελλο Πρωταθλητριών, κατέκτησε και το Διηπειρωτικό το 1991. Επίσης, πανηγύρισε ένα Κύπελλο Κυπελλούχων με τη Λάτσιο το 1999, ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ την ίδια χρονιά και πάλι με τη Λάτσιο.
Άρχισε την προπονητική καριέρα του ως βοηθός του Ρομπέρτο Μαντσίνι στην Ίντερ, πριν προχωρήσει στη Μπολόνια, η οποία ήταν η πρώτη και η τελευταία ομάδα του ως πρώτος προπονητής. Εργάστηκε επίσης σε Κατάνια, Φιορεντίνα, Σαμπντόρια, Μίλαν, Τορίνο, ενώ η συνεργασία του με τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας κράτησε μόνο 9 μέρες (εξαιτίας της αλλαγής προέδρου), πριν επιστρέψει στην Μπολόνια. Κάθησε επίσης στον πάγκο της εθνικής Σερβίας μεταξύ 2012 και 2013.
πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ